‘Αγιος Παΐσιος: Ο Θεός βοηθάει σε ότι δεν γίνεται ανθρωπίνως
– Τι καπνός είναι εκεί;
– Κάτι καίμε, Γέροντα.
– Βάλατε φωτιά με τέτοιον αέρα;
– Γέροντα, έβρεξε το πρωί.
– Έστω και να έβρεχε και κατακλυσμό να έκανε, αν σηκωθεί μετά ένας αέρας, γίνεται τέτοια ξηρασία, πού όλα γίνονται σαν μπαρούτι! «Έβρεχε», σου λέει ή άλλη! Παλιότερα είχε πιάσει φωτιά εκεί κάτω από χαζομάρα σας· το ξεχάσατε; Όταν κανείς ρεζιλεύθει μια φορά, πρέπει στην συνέχεια να είναι πολύ προσεκτικός.
Ό Θεός βοηθάει εκεί πού πρέπει, εκεί πού δεν μπορεί ο άνθρωπος να ενεργήσει ανθρωπίνως· δεν θα βοηθήσει την χαζομάρα μας. Ρεζιλεύουμε έτσι και τους Αγίους.
– Γέροντα, καταλαβαίνει κανείς πάντοτε μέχρι ποιο σημείο πρέπει να ενεργή ανθρωπίνως;
– Κατ’ αρχάς αυτό φαίνεται. Άλλα και αν είχε διάθεση να κάνει αυτό πού μπορούσε να κάνει και δεν το έκανε, γιατί κάτι τον εμπόδισε, ο Θεός θα τον βοηθήσει σε μια δύσκολη στιγμή. Αν όμως δεν είχε διάθεση, ενώ είχε κουράγιο, ό Θεός δεν θα βοηθήσει. Σού λένε λ.χ. να βάζεις το βράδυ τον σύρτη στην πόρτα και εσύ δεν τον βάζεις, γιατί βαριέσαι, και λες ότι θα φυλάξει ο Θεός. Δεν είναι ότι έχεις εμπιστοσύνη στον Θεό και δεν βάζεις τον σύρτη, αλλά δεν τον βάζεις, γιατί βαριέσαι. Πώς να βοηθήσει τότε ό Θεός; Να βοηθήσει δηλαδή τον τεμπέλη; Όταν λέω σε έναν να βάλει τον σύρτη και δεν τον βάζει, και μόνο για την παρακοή του θέλει τιμωρία.
Ό,τι μπορεί να κάνει κανείς ανθρωπίνως, πρέπει να το κάνει και ό,τι δεν μπορεί, να το αφήνει στον Θεό. Και αν κάνει λίγο περισσότερο από ό,τι μπορεί, όχι όμως από εγωισμό αλλά από φιλότιμο, γιατί νομίζει ότι δεν εξήντλησε αυτό πού μπορεί να κάνει ανθρωπίνως, πάλι το βλέπει ό Θεός και συγκινείται. Ό Θεός, για να βοηθήσει, θέλει και την δική μας προσπάθεια. Βλέπεις, ό Νώε εκατό χρόνια παιδευόταν να φτιάξη την Κιβωτό. Πριόνιζαν τα ξύλα με ξύλινα πριόνια. Έβρισκαν άλλα ξύλα πιο σκληρά και τα έφτιαχναν πριόνια. Δεν μπορούσε τάχα να κάνει κάτι ό Θεός, ώστε να τελείωση γρήγορα ή Κιβωτός; Τους είπε όμως πώς να την φτιάξουν και μετά τους έδινε δυνάμεις. Γι” αυτό να κάνουμε ό,τι μπορούμε εμείς, για να κάνει και ο Θεός ό,τι εμείς δεν μπορούμε.
Ήρθε κάποιος στο Καλύβι και μου είπε: «Γιατί οι καλόγεροι κάθονται εδώ και δεν πάνε στον κόσμο, να βοηθήσουν τον λαό;». «Αν πήγαιναν έξω στον κόσμο, να βοηθήσουν τον λαό, τού είπα, θα έλεγες γιατί οί καλόγεροι γυρίζουν στον κόσμο. Τώρα πού δεν πάνε-, λες γιατί δεν πάνε». Ύστερα μου λέει: «Γιατί οι καλόγεροι πηγαίνουν στους γιατρούς και δεν τους βοηθάει ό Χριστός τους και ή Παναγία τους να γίνουν καλά;». «Αυτήν την ερώτηση, τού λέω, μου την έκανε και ένας Εβραίος γιατρός». «Αυτός δεν είναι Εβραίος», μου λέει ένας πού ήταν μαζί του. «Δεν έχει σημασία πού δεν είναι Εβραίος, τού λέω. Αυτή ή ερώτηση Εβραίου είναι. Και θα σας πω την απάντηση πού έδωσα στον Εβραίο, αφού είναι όμοια ή περίπτωση. Εσύ, σαν Εβραίος πού είσαι, του είπα, έπρεπε να ξέρεις άπ” έξω την Παλαιά Διαθήκη. Εκεί στον Προφήτη Ησαΐα αναφέρει ότι ό Θεός χάρισε στον βασιλιά Έζεκία, επειδή ήταν πολύ καλός, ακόμη δεκαπέντε χρόνια ζωής. Έστειλε τον Προφήτη Ησαΐα και είπε στον βασιλιά: Ό Θεός σου χαρίζει ακόμη δεκαπέντε χρόνια ζωής, γιατί διέλυσε τα άλση των ειδωλολατρών. Και για την πληγή σου – ο βασιλιάς είχε και μια πληγή – είπε ό Θεός να βάλεις επάνω μια τσαπέλα σύκα, και θα γίνεις καλά! Αφού ο Θεός του χάρισε δεκαπέντε χρόνια ζωής, δεν μπορούσε να θεραπεύσει και εκείνη την πληγή; Εκείνη όμως γιατρευόταν με μια τσαπέλα σύκα». Πράγματα πού γίνονται από τους ανθρώπους να μην τα ζητάμε από τον Θεό.
Να ταπεινονώμαστε στους ανθρώπους και να ζητάμε την βοήθεια τους.
Μέχρις ενός σημείου θα ενεργήσει ο άνθρωπος ανθρωπίνως και μετά θα αφεθεί στον Θεό. Είναι εγωιστικό να προσπαθεί να βοηθήσει κανείς σε κάτι πού δεν γίνεται ανθρωπίνως. Σε πολλές περιπτώσεις πού επιμένει ο άνθρωπος να βοηθήσει, βλέπω ότι είναι από ενέργεια του πειρασμού, για να τον άχρηστέψει. Εγώ, όταν βλέπω ότι δεν βοηθιέται μια κατάσταση ανθρωπίνως – λίγο-πολύ καταλαβαίνω μέχρι ποιο σημείο μπορεί να βοηθήσει ό άνθρωπος και από ποιο σημείο και μετά πρέπει να τ’ αφήσει στον Θεό -, τότε υψώνω τα χέρια στον Θεό, ανάβω και δυο λαμπάδες, αφήνω το πρόβλημα στον Θεό και αμέσως τακτοποιείται. Ό Θεός ξέρει ότι δεν το κάνω από τεμπελιά.
Γι’ αυτό, όταν μας ζητούν βοήθεια, πρέπει να διακρίνουμε και να βοηθούμε σε όσα μπορούμε. Σε όσα όμως δεν μπορούμε, να βοηθούμε έστω με μια ευχή ή με το να τα αναθέτουμε μόνο στον Θεό· και αυτό είναι μια μυστική προσευχή.
Ό Θεός είναι φύσει αγαθός και για το καλό μας φροντίζει πάντα, και όταν του ζητήσουμε κάτι, θα μας το δώσει, εάν είναι για το καλό μας. Ό,τι είναι απαραίτητο για την σωτηρία της ψυχής μας και για την σωματική μας συντήρηση, ό Θεός θα μας το δώσει πλουσιοπάροχα και θα έχουμε την ευλογία Του.
Ο,τι μας στερεί, είτε για να μας δοκιμάσει είτε για να μας προφύλαξη, όλα να τα δεχώμαστε με χαρά, άλλα και να τα μελετούμε, για να ωφελούμαστε.
Ξέρει πότε και πώς να οίκονομάη το πλάσμα Του.
Βοηθάει με τον τρόπο Του την ώρα πού χρειάζεται. Πολλές φορές όμως το αδύνατο πλάσμα Του αδημονεί, γιατί το θέλει εκείνη την ώρα πού το ζητάει, σαν το μικρό παιδί πού ζητάει το κουλούρι από την μάνα του άψητο και δεν κάνει υπομονή να ψηθεί. Εμείς θα ζητάμε, θα κάνουμε υπομονή και ή Καλή μας Μητέρα ή Παναγία, όταν είναι έτοιμο, θα μας το δώσει.
– Γέροντα, οι Άγιοι πότε βοηθούν;
– Όποτε χρειάζεται νά βοηθήσουν, όχι όποτε νομίζουμε εμείς ότι χρειάζεται να βοηθήσουν. Βοηθούν δηλαδή, όταν αυτό μας ώφελει. Κατάλαβες; Ένα παιδί π.χ. ζητάει από τον πατέρα του μοτοσακό, άλλα ο πατέρας του δεν τού παίρνει. Το παιδί τού λέει: «Το θέλω το μοτοσακό, γιατί κουράζομαι να πηγαίνω με τα πόδια, παιδεύομαι». Ό πατέρας του όμως δεν τού παίρνει μοτοσακό, γιατί φοβάται μή σκοτωθεί. «Θα σου πάρω αργότερα αυτοκίνητο», τού λέει. Βάζει λοιπόν χρήματα στην Τράπεζα και, όταν μαζευτούν, θα τού πάρει αυτοκίνητο. Έτσι και οι Άγιοι ξέρουν πότε πρέπει να μας βοηθήσουν.
– Γέροντα, το έλεος τού Θεού πώς το νιώθουμε;
– Το έλεος τού Θεού είναι ή θεία παρηγοριά πού νιώθουμε μέσα μας. Τά φέρνει έτσι ό Θεός, ώστε να μην αναπαυόμαστε στην ανθρώπινη παρηγοριά και να καταφεύγουμε στην θεία.
Βλέπεις, οι Έλληνες λ.χ. της Αυστραλίας, επειδή βρέθηκαν τελείως μόνοι τους, πλησίασαν τον Θεό περισσότερο από άλλους ξενιτεμένους, όπως της Γερμανίας, πού ήταν πιο κοντά στην πατρίδα και βρήκαν εκεί και άλλους Έλληνες. Ή δυσκολία πολύ τους βοήθησε να γαντζωθούν στον Θεό. Όλοι ξεκίνησαν με μια βαλίτσα, βρέθηκαν μακριά από την πατρίδα, μακριά από τους συγγενείς- έπρεπε να βρουν δουλειά, να βρουν δάσκαλο για τα παιδιά τους κ.λπ., χωρίς βοήθεια από πουθενά. Γι” αυτό στράφηκαν στον Θεό και κράτησαν την πίστη τους. Ενώ στην Ευρώπη οι Έλληνες πού δεν είχαν αυτές τις δυσκολίες, δεν έχουν αυτήν την σχέση με τον Θεό.
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Β’
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ