Αγώνες των Μεγαλοκαλυβιωτών στο ζευγαρολίβαδο
του Ευθυμίου Αθ. Κουφογιάννη, φιλολόγου
Εισαγωγή
«…..ανάλογον έκτασιν προς βοσκήν των αροτριώντων κτηνών, ζευγαρολείβαδον καλουμένη….» (εφ. Θεσσαλία 1906). Το ζευγαρολίβαδο, έκτασης 2.200 στρεμμάτων, ορίζονταν από τη σιδηροδρομική γραμμή όπου το εργοστάσιο – της πρώην ΕΛΒΙΚ και της τωρινής Φάρμα Θεσσαλίας – μέχρι τη θέση «Οχτάρια», τα σύνορα Μεγάλων Καλυβίων – Λαζαρίνας. Το ζευγαρολίβαδο σ’ όλη τη διάρκεια του εικοστού αιώνα – από το 1918 μέχρι το τέλος του – υπήρξε αντικείμενο διαμάχης ανάμεσα στους Μεγαλοκαλυβιώτες και σε διάφορους επίδοξους ιδιοκτήτες (Κουφογιάννης 2007).
Η γη της Θεσσαλίας όταν απελευθερώθηκε το 1881 δεν αποδόθηκε στους κατοίκους της αφού είχε πωληθεί – λίγο πριν – σε πλούσιους Έλληνες του εξωτερικού.
Ο Κωνσταντίνος Ζάππας, ομογενής από τη Β. Ήπειρο και επιχειρηματίας στη Ρουμανία, αγόρασε τα Μεγάλα Καλύβια – έναντι 27.000 δρχ. – και αρκετά χωριά του θεσσαλικού κάμπου από τους Τούρκους (Κουφογιάννης 2006).
Μαζί με τη γη αγόρασε και τους κολίγους κι όλη την υποδομή της αγροτικής παραγωγής. Οι αγρότες έτσι δεν έγιναν κύριοι της γης τους αλλά εργάζονταν στα κτήματα των τσιφλικάδων. Με το προηγούμενο καθεστώς της Τουρκοκρατίας οι αγρότες ήταν περίπου κάτι σαν συμμέτοχοι εταιρίας ενώ μετά την Απελευθέρωση έγιναν ενοικιαστές της γης από την οποία ο ιδιοκτήτης μπορούσε να τους διώξει όποτε ήθελε (Κορδάτος 1975).
Οι αγρότες τότε αντιδρούν και διεκδικούν την ιδιοκτησία της καλλιεργήσιμης γης αλλά οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν τους θεωρούν αρκετά ώριμους για να γίνουν ιδιοκτήτες αλλά και επειδή δεν ήθελαν να δυσαρεστήσει τους μεγαλογαιοκτήμονες υπολογίζοντας ότι θα κάνουν οικονομικές επενδύσεις. Έτσι ακόμη κι όταν πεθαίνει ο Κωνσταντίνος Ζάππας το 1891 κι αφήνει όλη την περιουσία του στο ελληνικό κράτος, αυτό αρνείται να την αποδώσει στους αγρότες (Κουφογιάννης 2006) .
Μπροστά σ’ αυτή την εξέλιξη οι Θεσσαλοί αγρότες οργανώνονται. Στις αρχές του εικοστού αιώνα σ’ όλες τις Θεσσαλικές πόλεις ιδρύονται αγροτικοί σύνδεσμοι. Στα Τρίκαλα πρωτοστατούν δύο Μεγαλοκαλυβιώτες, ο Γεώργιος Σπυρόπουλος, αγρότης και ο Φώτης Παπανικολάου ιατρός που στις 27 Νοεμβρίου 1906 ιδρύουν μαζί με άλλους τον Γεωργικό Σύνδεσμο Τρικάλων (Κουφογιάννης 2004).
Η πρώτη εξέγερση των Μεγαλοκαλυβιωτών στο ζευγαρολίβαδο (Απρίλιος 1918) και η απαλλοτρίωση των Ζαππείων και Ζωγραφείων κτημάτων
Η σύγκρουση Βασιλιά Κωνσταντίνου και Βενιζέλου – η εποχή του Διχασμού όπως χαρακτηρίστηκε -οδήγησε στο “Κίνημα Εθνικής Άμυνας” στην Θεσσαλονίκη στις 18 Αυγούστου 1916 και τον σχηματισμό εκεί Επαναστατικής Κυβέρνησης από τους Βενιζέλο-Κουντουριώτη-Δαγκλή.
Ο Βενιζέλος για να προσελκύσει τους αγρότες στο Κίνημα της «Εθνικής Άμυνας», εξέδωσε στις 20 Μαΐου 1917 “Διάταγμα αναγκαστικής απαλλοτριώσεως”. Στη συνέχεια, δημοσιεύτηκαν από την επαναστατική κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης τα τέσσερα Ν. Διατάγματα (2466, 2467, 2469, 2470) με τα οποία ρυθμιζόταν νομοθετικά η αναγκαστική απαλλοτρίωση των τσιφλικιών και τα οποία επικυρώθηκαν με το νόμο 1072/18-11-1917 (Κουφογιάννης 2006).
Στις 17 Ιανουαρίου 1918 έφτασε στα Τρίκαλα τριμελής επιτροπή απαλλοτρίωσης με επικεφαλής τον Γ. Σίδερη. Αντικείμενο μελέτης της επιτροπής ήταν κατά πόσο επαρκούν τα τσιφλίκια των Τρικάλων για τη διανομή τους στους αγρότες (εφ. Θάρρος 1918). Στις 20 Φεβρουαρίου 1918 ο Γ. Σίδερης έδωσε εντολή στην επιτροπή να προχωρήσει σε κλήρωση για τη διανομή των κτημάτων στα Μεγάλα Καλύβια στις 26 Φεβρουαρίου 1918 (εφ. Θάρρος 1918).
Τον Απρίλιο του 1918 – στις 24 ή 25 Απριλίου – οι Μεγαλοκαλυβιώτες ήρθαν σε σύγκρουση με τους ανθρώπους του ιδιοκτήτη του γειτονικού χωριού της Λαζαρίνας, Γεώργιου Ζωγράφου (Κουφογιάννης 2007). Οι Μεγαλοκαλυβιώτες εργαζόμενοι στα κτήματά τους διαπίστωσαν ότι οι εργάτες του Ζωγράφου προσπαθούσαν να μετακινήσουν τα όρια του τσιφλικιού του σε βάρος των Μεγάλων Καλυβίων στο Ζευγαρολίβαδο και στο γειτονικό Λιβαδάκι. Επακολούθησε συμπλοκή μεταξύ των Μεγαλοκαλυβιωτών και των ανθρώπων του Ζωγράφου που συνεπικουρούνταν και με δυνάμεις της χωροφυλακής στη θέση «Δεσούλες» (σημ. ξωκκλήσι Αγιονέρι) με αποτέλεσμα να υπάρχουν τραυματίες και από τις δύο πλευρές με πιο σοβαρό τον τραυματισμό του αστυνόμου Δ. Γκόλια. Μετά τη σθεναρή αντίσταση των Μεγαλοκαλυβιωτών οι εργάτες του Ζωγράφου εγκατέλειψαν την προσπάθεια επέκτασης του τσιφλικιού. Οι χωροφύλακες συνέλαβαν αρκετούς Μεγαλοκαλυβιώτες με διάφορες κατηγορίες και μερικοί εξ’ αυτών τιμωρήθηκαν με την ποινή της φυλάκισης. Αυτοί ήταν οι: Βαΐτσης Νικόλαος, Καραλής Κων/νος, Κουρκούτας Ευθύμιος, Μακρής Κοσμάς, Μαργαρίτης Βασίλειος, Παπαναγιώτου Παναγιώτης, Σαριγγαλάς Ευάγγελος, Φαλτάκας Βασίλειος (Χιώτης 1997).
Στις 27 Απριλίου 1918 οι συλληφθέντες Μεγαλοκαλυβιώτες παρουσιάστηκαν στην Εισαγγελία Τρικάλων η οποία τους παρέπεμψε στο Πλημμελειοδικείο (εφ. Θάρρος 1918).
Ο αγώνας των Μεγαλοκαλυβιωτών ματαίωσε την προσπάθεια καταπάτησης του ζευγαρολίβαδου αλλά λίγες μέρες μετά τα γεγονότα, ο οικονομικός έφορος των Τρικάλων έλαβε εντολή από το Υπουργείο Οικονομικών να προχωρήσει στην ενοικίαση των Ζαππείων κτημάτων για το τρέχον έτος, ακόμα και των Μεγάλων Καλυβίων παρόλο που είχε γίνει η διανομή και οι κληρούχοι στην πλειοψηφία τους είχαν εγκατασταθεί στα κτήματα.
Η τρικαλινή βενιζελική εφημερίδα «Το Θάρρος», με εκδότη τον Λεωνίδα Κλειδωνόπουλο, σχολίασε αρνητικά την παύση των διαδικασιών απαλλοτρίωσης στα Μεγάλα Καλύβια με υπονοούμενη αιτία το επεισόδιο με τον Γ. Ζωγράφο. Οι Μεγαλοκαλυβιώτες, τόνισε, δεν πρέπει να τιμωρηθούν μ’ αυτόν τον τρόπο αφού οι πρωταίτιοι των επεισοδίων συνελήφθησαν και το θέμα ακολουθεί τη δικαστική οδό. Στη συνέχεια έκανε κριτική στον Γεωργικό Σύλλογο για την αδράνειά του στο θέμα αυτό (εφ. Θάρρος 1918).
Στη συνέχεια οι Μεγαλοκαλυβιώτες τηλεγράφησαν προς την κυβέρνηση για να τους επιτρέψει τη συνέχιση των εργασιών στα κτήματα με κύριο επιχείρημα ότι είναι έτοιμοι να καταβάλλουν την πρώτη τοκοχρεωλυτική δόση (εφ. Θάρρος 1918). Τελικά, οι Μεγαλοκαλυβιώτες δικαιώθηκαν κι έγιναν κύριοι της γης τους.
Μέχρι το 1922 απαλλοτριώθηκαν 73 τσιφλίκια, δηλ. 63 το 1920 και 12 το 1921 και 1922. Τα υπόλοιπα, σχεδόν όλα, απαλλοτριώθηκαν μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή με διατάγματα στις 15/2/1923 και 23/11/1925.
Οι Μεγαλοκαλυβιώτες έλαβαν από την απαλλοτρίωση κλήρο 46 στρεμμάτων και 10 στρέμματα για κοινή βοσκή. Για όλα αυτά πλήρωσαν ένα μικρό αντίτιμο σε δόσεις. Τα 10 στρέμματα της κοινής βοσκής ήταν στην ίδια περιοχή κοινά και αδιαίρετα για τη βόσκηση των ζώων. Μέρος της περιοχής αυτής ήταν και το ζευγαρολίβαδο (Κουφογιάννης 2007).
Η τύχη της έκτασης της κοινής βοσκής και του ζευγαρολίβαδου (1955 – 1965)
Λίγα χρόνια μετά, με το ν. 3194/1955 ορίζονταν ότι «οι πάσης φύσεως κλήροι του Θεσσαλικού Γεωργικού Ταμείου οι δικαιούχοι τούτων, τα οιασδήποτε κατηγορίας τυχόν αδιάθετα ακίνητα αυτού, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των κληρούχων κ.λ.π. διέπονται εφεξής υπό των διατάξεων του Αγροτικού Κώδικα και ότι οι εκτάσεις Κοινής νομής των κτημάτων του Θ.Γ.Τ., εάν δεν περιήλθαν τυχόν στην κυριότητα των οικείων Κοινοτήτων, διέπονται εφεξής υπό των διατάξεων των περί κοινοχρήστων συνεταιρικών εκτάσεων, εκάστοτε ισχυουσών διατάξεων του Αγροτικού Κώδικα» (Χιώτης 1997).
Έτσι από τις 22 Απριλίου 1955 – χρόνο έναρξης ισχύος του νόμου αυτού – εφαρμόσθηκαν οι διατάξεις του Αγροτικού Κώδικα για τις κοινόχρηστες εκτάσεις και η κάθε Κοινότητα κλήθηκε να δηλώσει αν αναλαμβάνει τη διαχείρισή τους αφού πλέον είχαν φύγει από την κυριότητα των αγροτών κληρούχων. Η Κοινότητα Μεγάλων Καλυβίων δε γνωστοποίησε την πρόθεσή της – για άγνωστους λόγους – να αναλάβει τη διαχείριση των κοινόχρηστων εκτάσεων με αποτέλεσμα αυτές να περιέλθουν στο κράτος.
Αργότερα, με την υπ’ αριθμό 7056/5-3-1965 απόφαση του Νομάρχη Τρικάλων Πέτρου Γαρέφη παραχωρήθηκε στην Κοινότητα Μεγάλων Καλυβίων έκταση 4.000 στρεμμάτων, που αποτελούσε περιουσία του Θεσσαλικού Γεωργικού Ταμείου και χρησιμοποιούνταν ως κοινή βοσκή από τους Μεγαλοκαλυβιώτες. Αυτή θα περιερχόταν οριστικά στην κυριότητα της Κοινότητας Μεγάλων Καλυβίων ύστερα από πέντε χρόνια και με την προϋπόθεση να μη χρησιμοποιηθεί για έργο δημόσιας ωφέλειας από το κράτος.
Η διαδικασία απαλλοτρίωσης του ζευγαρολίβαδου υπέρ του κράτους (1965-1969) και η σύγκρουση των Μεγαλοκαλυβιωτών με το δικτατορικό καθεστώς (Απρίλιος 1969)
Αρχές του 1965 έγινε γνωστό ότι κάποιος ομογενής – από την Ουγκάντα της Αφρικής – επιχειρηματίας, ο Σπύρος Μακρής εκδήλωσε την πρόθεση να ιδρύσει βιομηχανία κρέατος σε κάποια θεσσαλική πόλη για την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας. Η δαπάνη κατασκευής της, όπως ανακοινώθηκε, θα έφτανε τα τριανταπέντε εκατομμύρια δραχμές (εφ. Έρευνα 1965).
Τελικά, ύστερα από κάμποσο διάστημα αναζήτησης της κατάλληλης περιοχής ο Σπ. Μακρής εντόπισε το ζευγαρολίβαδο των Μεγάλων Καλυβίων γνωρίζοντας συγχρόνως και την επίμαχη διάταξη, ότι δηλαδή η έκταση αυτή δεν θ’ ανήκε στους Μεγαλοκαλυβιώτες παρά μόνο με την παρέλευση μιας πενταετίας.
Ο Σπ. Μακρής απευθύνθηκε στη Νομαρχία Τρικάλων κι έτσι ανακλήθηκε κατά ένα μέρος η αριθμ. 7056/5-3-1965 προηγούμενη απόφαση και για έκταση 2.200 στρεμμάτων, με σκοπό να παραχωρηθεί για την ίδρυση βιομηχανίας κρέατος. Η απόφαση της ανάκλησης πάρθηκε στις 15 Οκτωβρίου 1968 (αρ. πρωτ. 34825) από το Νομάρχη Τρικάλων Φωκίωνα Μπίτσιο.
Οι διαβουλεύσεις που ακολούθησαν μεταξύ των Μεγαλοκαλυβιωτών και των αρχών ήταν συνεχείς αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Το ζευγαρολίβαδο θα παραχωρούνταν αμετάκλητα για να γίνει η ΕΛ.ΒΙ.Κ. και η σύγκρουση με τους Μεγαλοκαλυβιώτες ήταν αναπόφευκτη. Στις 3 Απριλίου 1969 ο πρόεδρος της Κοινότητας Κωνσταντίνος Γουγάς εξουσιοδότησε τον δικηγόρο Τηλέμαχο Καραλή να παραστεί την επόμενη ημέρα στη συνεδρίαση της Επιτροπής Απαλλοτρίωσης (Κουφογιάννης 2007).
Την Πέμπτη 3 Απριλίου 1969, στις οχτώ το πρωί, έφτασε στο ζευγαρολίβαδο τοπογραφικό συνεργείο τεσσάρων ατόμων σταλμένο από τη Διεύθυνση Γεωργίας Τρικάλων, για να αποτυπώσει την έκταση όπου θα χτιζόταν η ΕΛ.ΒΙ.Κ. Αρκετοί Μεγαλοκαλυβιώτες που είχαν συγκεντρωθεί στο ζευγαρολίβαδο, παρεμπόδισαν τις εργασίες του συνεργείου, άρπαξαν τα τοπογραφικά όργανα και τα πέταξαν στο παρακείμενο ποτάμι. Πρωταγωνιστές του επεισοδίου, σύμφωνα με το Σταθμό Χωροφυλακής Μεγάλων Καλυβίων, ήταν οι: Σκούφας Χρήστος, Χαχάμης Θεοδ. Θωμάς, Μαργαρίτης Ιωάν. Ευθύμιος, Ρακοβίτης Κοσμάς, Μπίχτας Παύλου Νικόλαος και Μαργαρίτης Κων. Δημήτριος (Βιβλίο Αδικημάτων και Συμβάντων Σταθμού Χωροφυλακής Μεγάλων Καλυβίων, 3/4/ 1969).
Την άλλη μέρα το πρωί, την Παρασκευή 4 Απριλίου 1969, έφτασε στα Μεγάλα Καλύβια ο διοικητής της Μεραρχίας Τρικάλων και ανακοίνωσε στους Μεγαλοκαλυβιώτες ότι το ζευγαρολίβαδο θα καταληφθεί (Κουφογιάννης 2007). Οι Μεγαλοκαλυβιώτες διαμαρτυρήθηκαν και εξήγησαν στον διοικητή πώς έχει το ζήτημα. Τότε εκείνος, σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες, είπε: «Όπως τα λέτε, έχετε δίκαιο. Αλλά τι να σας κάνω; Είμαι υποχρεωμένος να εφαρμόσω διαταγή».
Οι συγκεντρωμένοι Μεγαλοκαλυβιώτες όρισαν μια επιτροπή αποτελούμενη από τους Κων/νο Παπαπολύκαρπο και Ευθύμιο Σαριγγαλά για να μεταβούν στη Νομαρχία Τρικάλων και να συζητήσουν με τον νέο Νομάρχη Τρικάλων Γ. Αλεξόπουλο και παράγοντες του Υπουργείου Γεωργίας. Οι δύο Μεγαλοκαλυβιώτες κρατήθηκαν στη Νομαρχία (επέστρεψαν στο χωριό μετά τα επεισόδια και συνελήφθησαν μαζί με τους άλλους).
Οι διαθέσεις των Αρχών αυτή την ημέρα φάνηκαν και από το γεγονός ότι ο διοικητής του Σταθμού Χωροφυλακής του χωριού έδωσε εντολή την ίδια ημέρα σ’ έναν χωροφύλακα να φυλάσσει το καμπαναριό της Εκκλησίας για να μην μπορούν να πλησιάσουν οι κάτοικοι και να χτυπούν την καμπάνα σαν ένα είδος συναγερμού. Οι Μεγαλοκαλυβιώτες εξαγριωμένοι τον έδιωξαν.
Στη συνέχεια συγκεντρώθηκαν στην πλατεία χτυπώντας την καμπάνα της Εκκλησίας και ξεκίνησαν πεζοί για το ζευγαρολίβαδο. Η εφημερίδα «Η Έρευνα» περιγράφει ως εξής τα γεγονότα (εφ. Έρευνα 1974): «Μπροστά τράβηξε το κοινοτικό συμβούλιο και πίσω όλοι οι τρεις χιλιάδες περίπου κάτοικοι, άντρες, γυναίκες, γέροι και παιδιά. Λίγες ώρες αργότερα καταφθάνει ένα τάγμα στρατού πού μπαίνει στο ζευγαρολίβαδο για να κάνη δήθεν ασκήσεις. Οι κάτοικοι δεν πτοούνται από αυτό και μένουν στις θέσεις τους. Ώσπου σε λίγο βλέπουν να καταφθάνει μια μεγάλη φάλαγγα από πούλμαν, που έπιανε ένα χιλιόμετρο μήκος σε στάθμευση. Υπολογίζεται να ήταν πάνω από 30 πούλμαν, πού μετέφεραν χωροφύλακες από την Καρδίτσα, τα Τρίκαλα. την Λάρισα, τον Βόλο και την Κοζάνη. Ένα τμήμα Χωροφυλακής κύκλωσε μια περιοχή, ενώ ένα άλλο από εκατό περίπου χωροφύλακες οπλισμένους με κλόμπς, παρατάχθηκε απέναντι από τους συγκεντρωμένους κατοίκους. Ο επικεφαλής αξιωματικός προχώρησε και κάλεσε τον Κοσμά Ρακοβίτη και τον ρώτησε:
– Τι κάνετε εδώ;
– Που να πάμε; Εδώ είναι το κτήμα μας, εδώ είναι και το σπίτι μας και, η ζωή μας. Δεν έχουμε να πάμε πουθενά αλλού.
Ο αξιωματικός επέστρεψε στο τμήμα του και δίνει εντολή να προχωρήσει αυτό προς τους αγρότες. Όταν πλησίασε σταμάτησε και ο επικεφαλής αξιωματικός ξανακάλεσε τον Ρακοβίτη.
-Έλα εδώ, του λέει.
Ο Ρακοβίτης άφοβα πλησίασε αλλά στην στιγμή τον αρπάζουν και τον πετούν κυριολεκτικά σε παρακείμενο αυτοκίνητο «κλούβα». Το πλήθος μόλις είδε αυτό άρχισε να κραυγάζει.
– Αφήστε τον, αίσχος, αφήστε τον.
Οι οπλισμένοι με κλόμπς χωροφύλακες ορμούν τότε στο πλήθος και αρχίζουν να χτυπούν αδιάκριτα, άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Αλλά το πλήθος δεν φοβήθηκε. Άνδρες, γυναίκες και παιδιά αρπάζουν πέτρες πού βρίσκουν καταγής και τις εκσφενδονίζουν στην χωροφυλακή. Το ζευγαρολίβαδο μετετράπη σε πεδίο άγριας συμπλοκής. Οι μωλωπισθέντες ανήλθαν σε δεκάδες και από τις δύο μεριές. Πολλές πέτρες έπεσαν σε αυτοκίνητα της χωροφυλακής και έσπασαν τζάμια, ασύρματο, έσχισαν μουσαμάδες και γενικά προκάλεσαν σημαντικές ζημιές. Οι τραυματισθέντες ανήλθαν σε δέκα κατοίκους και τέσσερις χωροφύλακες. Ο στρατός δεν επενέβη.
Ενώ γίνονταν η συμπλοκή ειδοποιήθηκε με ασύρματο ο νομάρχης και κατέφθασε με αυτοκίνητο με τον εισαγγελέα από τα Τρίκαλα. Όταν πλησίασε στο πεδίο της συγκεντρώσεως η συμπλοκή είχε αρχίσει να εκφυλίζεται. Τότε ο Νομάρχης Αλεξόπουλος έδωσε στον επικεφαλής αξιωματικό της Χωροφυλακής την εντολή:
– Να γεμίσουν τα όπλα οι άνδρες και να τα απασφαλίσουν.
Η εντολή σήμαινε να ετοιμάσουν οι χωροφύλακες τα όπλα, να πυροβολήσουν στο ψαχνό. Ο διοικητής όμως τής Χωροφυλακής διατήρησε την ψυχραιμία του και απήντησε στον νομάρχη:
– Έγγραφο διαταγή κ. Νομάρχα για τέτοια εντολή.
Ο Νομάρχης κατάλαβε ότι οι παλληκαρισμοί δεν έπιασαν και δεν μίλησε. Στο μεταξύ η συμπλοκή είχε εκφυλισθεί. Οι κάτοικοι μάζεψαν τους τραυματισμένους και συμπτύχθηκαν στο χωριό τους. Η χωροφυλακή επωφελήθηκε από την υποχώρηση και συνέλαβε για πρωταιτίους σαράντα άτομα. Οι Καλυβιώτες τους τραυματισμένους τους κράτησαν στο χωριό και τους περιποιήθηκαν με γιατρούς, και δεν τους πήγαν σε κλινική ή νοσοκομείο για να μην τους συλλάβουν. Αργότερα έγιναν όλοι καλά. Από τους τραυματισμένους χωροφύλακες λέγεται ότι ένας τυφλώθηκε.
Μόλις οι κάτοικοι μπήκαν στο χωριό τους έσπευσε η χωροφυλακή με τον στρατό και το κύκλωσαν. Ταυτόχρονα κατέφθασαν θωρακισμένα οχήματα που με τους τηλεβόες ειδοποιούσαν τούς κατοίκους να μένουν μέσα στα σπίτια τους, γιατί η κυκλοφορία στο χωριό απαγορεύθηκε. Οι κάτοικοι έμειναν πολιορκημένοι και κλεισμένοι μέσα στα σπίτια τους συνέχεια επί τρεις ημέρες, ενώ πλησίαζε το Πάσχα».
Τα επεισόδια ξεκίνησαν στις μία μετά το μεσημέρι και έληξαν λίγο πριν τη δύση του ήλιου. Σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες ο Μεγαλοκαλυβιώτης Βασίλης Τζιμούρτος πρωτοστάτησε στη συμπλοκή χρησιμοποιώντας αλυσίδες και γκέμια αλόγων και γι’ αυτό ήταν ο πλέον καταζητούμενος αλλά δεν συνελήφθηκε από τους χωροφύλακες.
Τελικά συνελήφθησαν τριανταπέντε Μεγαλακαλυβιώτες:
α. Γυναίκες
- Μαγούλα Δέσπω, σύζυγος Φωτίου και
- Ρακοβίτη Πιπίτσα, σύζυγος Κοσμά
β. Άνδρες:
- Αθανασίου Φώτιος Δημητρίου
- Αρδανιώτης Αθανάσιος
- Γιαννόπουλος Βασίλειος Ευθυμίου
- Γουγάς Κων/νος Βασιλείου, πρόεδρος της Κοινότητας
- Καραλής Αχιλλέας Κων/νου
- Καραλής Βάιος Κων/νου
- Καραλής Ευάγγελος Κων/νου
- Καραλής Κων/νος Σάββα
- Κατράνας Ιωάννης Κων/νου
- Κεφαλάς Βασίλειος Αποστόλου
- Λαγάρας Ευθύμιος Μιχαήλ, Κοιν. Σύμβουλος
- Μαγούλας Φώτιος Γεωργίου
- Μακρής Ευστάθιος Ευαγγέλου
- Μαργαρίτης Βασίλειος Ευθυμίου
- Μαργαρίτης Ευθύμιος Ιωάννου
- Μπίχτας Αχιλλέας Ευαγγέλου
- Μπίχτας Παύλος Στεφάνου
- Παπαγιάννης Βάιος Χρήστου
- Παπαγιάννης Γεώργιος Κωνσταντίνου
- Παπαναγιώτου Στέργιος Ιωάννου
- Παπαπολύκαρπος Κων/νος Γεωργίου
- Πιπύρος Δημήτριος Κοσμά
- Πιπύρος Κων/νος Βασιλείου
- Ρακοβίτης Κοσμάς του Στεφάνου, πρόεδρος της Κοινότητας (1964-68)
- Σαριγγαλάς Ευθύμιος Δημητρίου
- Σκανδάλης Αχιλλέας Χρήστου
- Σπυρόπουλος Αργύριος Βασιλείου
- Τζιμούρτος Δημήτριος Χαράλαμπου
- Τζιμούρτος Θωμάς Βαΐου
- Χαχάμης Αθανάσιος Νέστορα
- Χαχάμης Αλέξανδρος Γεωργίου
- Χαχάμης Βασίλειος Θεοδώρου και
- Χιώτης Δημήτριος Γρηγορίου (Βιβλίο Αδικημάτων και Συμβάντων Σταθμού Χωροφυλακής Μεγάλων Καλυβίων, 3/4/ 1969).
Όλοι οδηγήθηκαν στα κρατητήρια της Ασφάλειας (Ασκληπιού & Καποδιστρίου) Τρικάλων με τις κατηγορίες της αντίστασης κατά της Αρχής, της στάσης, της θρασύτητας και της αναίδειας κατά της Αρχής, της πρόκλησης σωματικής βλάβης και φθοράς ξένης ιδιοκτησίας, της παράνομης οπλοφορίας κατά παράβαση των άρθρων 167, 169, 170, 171, 181, 308 του Ποινικού Κώδικα και του Νόμου 286/1914. Οι δεσμοφύλακες, σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες, έδειραν τον Αθανάσιο Αρδανιώτη και του προκάλεσαν κάμποσους μώλωπες επειδή είπε ότι η είδηση της εξέγερσης είχε γίνει γνωστή και είχε μεταδοθεί από ξένους ραδιοσταθμούς.
Τη Μ. Δευτέρα 7 Απριλίου 1969 οι κρατούμενοι Μεγαλοκαλυβιώτες όρισαν – μετά από υπόδειξη των αρχών – δικηγόρους για τη δίκη τους στο στρατοδικείο Λάρισας τους συγχωριανούς τους Τηλέμαχο Αθ. Καραλή και Ιωάννη Κων. Καραλή.
Οι Μεγαλοκαλυβιώτες απελευθερώθηκαν το πρωί της Μ. Τρίτης 8 Απριλίου 1969 (Βιβλίο Αδικημάτων και Συμβάντων Σταθμού Χωροφυλακής Μεγάλων Καλυβίων, 3/4/ 1969) με τη μεσολάβηση του Μητροπολίτη Τρίκκης και Σταγών Διονυσίου.
Η εφημερίδα «Η Έρευνα» περιγράφει το παρασκήνιο της απελευθέρωσης των Μεγαλοκαλυβιωτών (εφ. Έρευνα 1974): «Η εξέγερση των Μεγαλοκαλυβιωτών δεν έγινε ευρύτερα γνωστή στην Ελλάδα, αλλά συγκλόνισε την περιοχή Τρικάλων.
Πρώτος που συγκινήθηκε ήταν ο τότε Μητροπολίτης Διονύσιος. Έσπευσε αμέσως να εκδηλώσει το ενδιαφέρον του. Όταν όμως έμαθε τα αίτια της εξεγέρσεως κατάλαβε ότι το δίκαιο ήταν με το μέρος των εξεγερθέντων. Και αδίστακτα ετάχθη με το μέρος τους. Επεσκέφθη τον νομάρχη, τον στρατιωτικό διοικητή και τους εκπροσώπους των άλλων αρχών και ζήτησε την απόλυση των συλληφθέντων. Οι αρχές της Χούντας, για να εξουδετερώσουν την ενέργεια του Μητροπολίτου, απέδωσαν την εξέγερση σε «κομμουνιστικό» δάκτυλο. Αλλά ο Διονύσιος δεν επείσθη.
– Να ερευνηθεί το παρελθόν των συλληφθέντων, είπε.
Η έρευνα έγινε και απεδείχθη ότι όλοι οι συλληφθέντες ανήκαν στην δεξιά, ενώ πολλοί από αυτούς είχαν παιδιά και συγγενείς αξιωματικούς στον στρατό ή την Χωροφυλακή. Η δικαιολογία των αρχών για πολιτικά ελατήρια έπεσε στο κενό, ενώ οι ίδιες δεν μπόρεσαν να εξηγήσουν πώς συνέβη να είναι όλοι οι συλληφθέντες «εθνικόφρονες» σ’ ένα χωριό που είναι γνωστό για την μεγάλη δύναμη της αριστεράς. Το πράγμα δεν φαίνεται να υπήρξε τυχαίο. Οι κάτοικοι του χωριού στην προσπάθειά τους να υπερασπίσουν τα συμφέροντά τους, παραμέρισαν τις ιδεολογικές διαφορές και ανέλαβαν αγώνα, αναθέτοντας ρόλο πρωταγωνιστή στους δεξιούς που θα ήταν αδιάβλητοι.
Μετά από την διαπίστωση αυτή ο Μητροπολίτης Διονύσιος, ζήτησε απερίφραστα να απολυθούν όλοι οι συλληφθέντες και να μην διωχθούν. Λέγεται ότι με τις απόψεις του Μητροπολίτου ήταν σύμφωνοι και οι στρατιωτικοί των Τρικάλων, οι οποίοι έβλεπαν ότι οι κάτοικοι είχαν δίκαια και ξεσηκώθηκαν. Διαφωνούσαν όμως οι άλλες αρχές, που ήθελαν να τιμωρηθούν σκληρά οι εξεγερθέντες. Και τότε ο Μητροπολίτης απηύθυνε την προειδοποίηση:
– Αν δεν απολυθούν οι συλληφθέντες θα δώσω εντολή να μη χτυπούν, σε ένδειξη πένθους, καθόλου οι καμπάνες όλη την Μεγάλη Εβδομάδα και το Πάσχα, που πλησιάζει.
Τότε οι δικτατορικές αρχές κατάλαβαν ότι πραγματοποιουμένη η απειλή του Μητροπολίτου θα συντελούσε στο να απλωθεί η «φωτιά» με απρόβλεπτες συνέπειες. Απέλυσαν τους συλληφθέντες τρεις ημέρες μετά την σύλληψή τους, αποσιώπησαν την εξέγερση και έλυσαν την πολιορκία του χωριού. Οι κάτοικοί του γιόρτασαν το Πάσχα με μια σημαντική επιτυχία. Η δικτατορία εγκατέλειψε τα σχέδια να καταλάβει αυθαίρετα το ζευγαρολίβαδο.
Περιορίστηκε να πάρει 619 μόνο στρέμματα».
Η είδηση της αντίστασης των Μεγαλοκαλυβιωτών μεταδόθηκε από τον γερμανικό ραδιοφωνικό σταθμό Ντόϊτσε Βέλε και τον βρετανικό Μπι Μπι Σι (Γρηγοριάδης 1975).
Το γεγονός προξένησε κατάπληξη σε μια εποχή όπου το δικτατορικό καθεστώς στην Ελλάδα ήταν πανίσχυρο. Η αντίσταση δε, των Μεγαλοκαλυβιωτών θεωρήθηκε από το στρατιωτικό καθεστώς ως στάση και αντεπανάσταση και γι’ αυτό χρησιμοποίησε αστυνομικές και στρατιωτικές δυνάμεις για να την καταστείλει.
Βιβλιογραφία
- Γρηγοριάδης Σόλ., 1975, Ιστορία της Δικτατορίας, 1967-1974, τόμος 1, σελ. 282-283, Αθήνα, εκδ. Καπόπουλος.
- Κορδάτος Γ., 1975, «Ιστορία του Αγροτικού Κινήματος στην Ελλάδα, Αθήνα, εκδ. Μπουκουμάνης.
- Κουφογιάννης Ευθ., «Τρεις Μεγαλοκαλυβιώτες πρωταγωνιστές του Αγροτικού Κινήματος στη Δυτική Θεσσαλία στις αρχές του εικοστού αιώνα», περ. Φ.Ι.ΛΟ.Σ. «Τρικαλινά», τ. 24, 2004, σ. 241-254.
- Κουφογιάννης Ευθ., «Το Αγροτικό Κίνημα στη Δυτική Θεσσαλία και η Συμβολή των Μεγάλων Καλυβίων Τρικάλων (1906-1926)», περ. Φ.Ι.ΛΟ.Σ. «Τρικαλινά», τ. 26, 2006, σ. 305-334.
- Κουφογιάννης Ευθ., 2007, «Μεγάλα Καλύβια Τρικάλων, η επώνυμη ιστορία των…ανωνύμων», Τρίκαλα, εκδ. Τύποις.
- Χιώτης Νικ., 1997, «Μεγάλα Καλύβια, Ο κόσμος μας και ο τόπος μας», Τρίκαλα, εκδ. Γένεσις.
Έγγραφα – Εφημερίδες – Αρχεία – Μαρτυρίες
- Βιβλίο Αδικημάτων και Συμβάντων Σταθμού Χωροφυλακής Μεγάλων Καλυβίων, 3,4/4/1969.
- Έγγραφα – αποφάσεις του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Τρικάλων.
- Εφημερίδες των Τρικάλων «Αλήθεια», «Γεγονότα», «διάλογος», «Ενημέρωση», «Η Έρευνα», «Θάρρος», «Πρωινός Λόγος», «Τρικαλινά Νέα».
- Καραλής Τηλ., προσωπικό αρχείο.
- Προσωπικές μαρτυρίες των πληροφορητών: Κωνσταντίνου Γουγά, Ιωάννη Φωτ. Καραλή, Αθανασίου Ευθ. Κουφογιάννη, Φωτίου Μπίχτα, Κωνσταντίνου Παπαπολύκαρπου, Κοσμά Ρακοβίτη, Ευθυμίου Σαριγγαλά, Βασιλείου Τζιμούρτου, Αλέξανδρου Χαχάμη.