«Γεωπολιτικό σταυρόλεξο» στην Ανατολική Μεσόγειο: τι θα αλλάξει μετά τις εκλογές σε Κύπρο, Τουρκία και Ελλάδα
O Βαγγέλης Χωραφάς: Δρ. Πολιτικών Επιστημών & Διευθυντής της ιστοσελίδας γεωπολιτικής Geoeurope.org σχολιάζει και απαντάει σε ερωτήματα γεωπολιτικής στο Greekaffair.news
Εκλογές στην Τουρκία: τι θα αλλάζει στην γεωπολιτική σκακιέρα μετά την επανεκλογή Ερντογάν ;
Ο Ταγίπ Ερντογάν κέρδισε, όπως ήταν αναμενόμενο με βάση τα αποτελέσματα του πρώτου
γύρου και τον δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών στη Τουρκία. Αν και οι πολιτικές του
δεν είναι πάντα προβλέψιμες, εντούτοις αναμένεται να ακολουθήσει τη γενική κατεύθυνση
ανάδειξης της Τουρκίας σε περιφερειακή δύναμη, μέχρι το 2028 που ολοκληρώνεται η
θητεία του.
Αρκετοί γεωπολιτικοί αναλυτές έχουν συζητήσει εάν η Τουρκία θα ταχθεί στο πλευρό των
δυτικών θαλάσσιων δυνάμεων ή των ευρασιατικών χερσαίων δυνάμεων στο πλαίσιο του
Ψυχρού Πολέμου 2.0. Αλλά ως κράτος που επιδιώκει να αναδειχθεί εκ νέου, η Τουρκία θα
ευθυγραμμιστεί μόνο με τα δικά της εθνικά συμφέροντα. Για την Άγκυρα, δεν υπάρχει
ανάγκη να συνταχθεί με συγκρουσιακούς συνασπισμούς ως μικρότερος εταίρος, αν και
τυπικά είναι μέλος του ΝΑΤΟ.
Έχει επιδείξει ισχυρή πολιτική βούληση να αντιμετωπίσει ρεαλιστικά τους ισχυρούς ενδιαφερόμενους, χωρίς να παίρνει θέση, σε μια πορεία δράσης που θα μπορούσε να επιταχύνει την εμφάνιση της ως σημαντική περιφερειακή δύναμη, ανεξάρτητα από το ποιο μπλοκ θα επικρατήσει τελικά στη συνεχιζόμενη αναδιάρθρωση της παγκόσμιας τάξης.
Στην πραγματικότητα, η εν λόγω διαδρομή αντικατοπτρίζει σε κάποιο βαθμό την προσέγγιση που ακολουθούν άλλα κράτη με υψηλές γεωπολιτικές φιλοδοξίες όπως η Ινδία, ή περιφερειακές δυνάμεις που πρέπει να αντισταθμίσουν τις παραδοσιακές τους σχέσεις τους σε μια αβέβαιη περίοδο αυξανόμενης αναταραχής, όπως το Ισραήλ.
κ. Χωραφά είδαμε για πρώτη φορά στην Ιστορία να υπάρχει έντονο ενδιαφέρων παγκόσμιος από όλες τις μεγάλες δυνάμεις, για το ποιον θα εκλέξει για ηγέτη την επόμενη πενταετία ο Τουρκικός λαός. Γιατί ήτανε τόσο σημαντικό πιστεύετε;
Από διεθνούς πλευράς, ο Ερντογάν επιδιώκει μια στρατηγική αυτονομία και θέλει να πάρει
την αναπτυξιακή μοίρα της Τουρκίας στα χέρια του. Αυτό κάνει τις Ηνωμένες Πολιτείες και
την Ευρώπη να είναι δυσαρεστημένες μαζί του. Όλοι έδωσαν μεγάλη προσοχή σε αυτές τις
εκλογές και ήθελαν να τις χρησιμοποιήσουν, τουλάχιστον για να ελέγξουν τον Ερντογάν.
Ο Ερντογάν κατηγόρησε τον πρεσβευτή των ΗΠΑ για συμπαιγνία με την αντιπολίτευση
αφού συναντήθηκε δημόσια με τον υποψήφιο της αντιπολίτευσης, Κιλιτσντάρογλου, πριν
από τον πρώτο γύρο της ψηφοφορίας. Ο Τζο Μπάιντεν υποστήριξε επίσης ότι οι Ηνωμένες
Πολιτείες πρέπει να εκφράσουν ξεκάθαρα την υποστήριξή τους στο τουρκικό κόμμα της
αντιπολίτευσης. Ο Ερντογάν το ανέφερε αυτό κατά τη διάρκεια των εκλογών και
κατηγόρησε τον Μπάιντεν ότι «διέταξε την ανατροπή» του. Από την άλλη πλευρά, ο
Κιλιτσντάρογλου συνέστησε στους «φίλους Ρώσους» να μην παρεμβαίνουν στις εκλογές.
Τελικά, ο Ερντογάν κέρδισε τις εκλογές, νικώντας τις προσδοκίες της Δύσης και
επιτρέποντας στην Τουρκία να συνεχίσει στον δρόμο της περιφερειακής δύναμης, που ο
ίδιος έχει χαράξει.
Η νίκη του Ερντογάν ήτανε καθαρά μια ρωσική νίκη που οδηγεί ξεκάθαρα την Τουρκία στην αγκαλιά του Πούτιν; Και εάν ναι ποια ήτανε τα οφέλη του Πούτιν;
Αναπτύσσεται αυτή η άποψη από κάποιους αναλυτές. Αλλά όχι, η νίκη Ερντογάν δεν σημαίνει ότι ήταν μια νίκη του Πούτιν. Προφανώς η Μόσχα προτιμούσε μια νίκη του Ερντογάν παρά του Κιλιτσντάρογλου, για τον οποίον εκτιμούσε ότι θα μπορούσε να δεχτεί μεγαλύτερες επιρροές από τη Δύση. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ο Ερντογάν είναι μια ρωσική μαριονέτα.
Η Τουρκία συμμετείχε σε πολέμους δια αντιπροσώπων κατά της Ρωσίας, με κάποια επιτυχία, στην περιοχή Ιντλίμπ της Συρίας και στη Λιβύη, όπου απέτρεψε την κατάληψη της Τρίπολης από δυνάμεις ευθυγραμμισμένες με τη Ρωσία που υποστηρίζονται από την Ομάδα Βάγκνερ.
Οι δύο δυνάμεις έχουν αντικρουόμενα συμφέροντα στον Νότιο Καύκασο και στα Δυτικά Βαλκάνια. Κι όμως, η Τουρκία διατηρεί στενή σχέση συνεργασίας με τη Ρωσία. Η θέση της Άγκυρας και η κριτική του Ερντογάν σχετικά με τις δυτικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας δύσκολα μπορούν να γίνουν αποδεκτές από την Ουκρανία και τους υποστηρικτές της στη Δύση. Ωστόσο, όλοι είναι συγκρατημένοι στις αντιδράσεις τους, γιατί την ίδια στιγμή η Τουρκία παρέχει βοήθεια στην Ουκρανία σε ορισμένες περιπτώσεις. Οι
ελιγμοί της Τουρκίας και η συνεχής διαθεσιμότητα της για διαμεσολάβηση, υποχρεώνουν όλες τις πλευρές που βρίσκονται σε σύγκρουση μεταξύ τους να σέβονται τα τουρκικά συμφέροντα, είτε τους αρέσει η συμπεριφορά της Άγκυρας είτε όχι.
Κιλιτσντάρογλου vs Ερντογάν ποιον από τους δυο ηγέτες θα σύμφερε την Ελλάδα να έχει απέναντι της ως ηγέτη της Τουρκίας και γιατί ;
Είναι σημαντικό να αποδεχτούμε ότι τα θεμέλια της σύγχρονης εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας, ασχέτως αν τοποθετήθηκαν από τον Ταγίπ Ερντογάν, δεν συνδέονται απαραίτητα με κανένα πολιτικό κόμμα. Εάν το κυβερνών ΑΚΡ και ο Ερντογάν αντικατασταθούν από άλλους πολιτικούς, αυτό θα αφαιρούσε από τη διεθνή σκηνή το προσωπικό τρόπο του Ερντογάν να κάνει λεπτούς ελιγμούς, αλλά όχι τη θεμελιώδη πραγματικότητα της γεωστρατηγικής και της σχετικά ανεξάρτητης διεθνούς στάσης της Τουρκίας. Αυτά είναι, κατά πάσα πιθανότητα, εδώ για να μείνουν.
Μια περισσότερο φιλοδυτική κυβέρνηση στην Άγκυρα, πιθανόν θα τροφοδοτούσε τις ψευδαισθήσεις της Δύσης για έλεγχο της. Αυτό, ίσως να οδηγούσε σε μεγαλύτερες πιέσεις προς την Ελλάδα να δείξει πιο συγκαταβατική στάση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, εν ονόματι της συνοχής της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ.
Με την επικράτηση του Ερντογάν, εμφανίζονται δυο απόψεις για τις εξελίξεις. Η μια υποστηρίζει ότι ο Ερντογάν θα κάνει φιλοδυτική στροφή και η Δύση θα πιέσει την Ελλάδα για παραχωρήσεις, για να τον ανταμείψει. Η άλλη λέει ότι ο Ερντογάν είναι απρόβλεπτος και αναξιόπιστος στις υποσχέσεις του και οι οποιεσδήποτε παραχωρήσεις από ελληνικής πλευράς, δεν διασφαλίζουν τη συμπόρευση του με τη Δύση.
Σε τι υπερτέρησε ο Ταγίπ Ερντογάν από τον Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου και κατάφερε μέσα από τόσα πολλά προβλήματα που είχε και έχει η Τουρκία τα τελευταία χρόνια να ξανακερδίσει τι εκλογές;
Η τρέχουσα κατάσταση στην Τουρκία μοιάζει πολύ με εκείνη πριν από τις γενικές εκλογές του Νοεμβρίου 2002. Η οικονομία ήταν επίσης σε δύσκολη θέση και σημειώθηκε ο μεγάλος σεισμός του 1999, χωρίς μέχρι τις εκλογές να έχουν επιλυθεί τα προβλήματα. Σήμερα, η ανοικοδόμηση της περιοχής της καταστροφής από τον σεισμό του Φεβρουαρίου, δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί.Κάτω από τέτοιες συνθήκες, η αντιπολίτευση υπό την ηγεσία του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος ένιωσε ότι είχε μια ευκαιρία.
Η αντιπολίτευση αρχικά ήθελε να εκμεταλλευτεί την αναποτελεσματικότητα της κυβέρνησης για την ανακούφιση από τους σεισμούς, αλλά μεταξύ των 11 επαρχιών που επλήγησαν από τον σεισμό αυτή τη φορά, 9 επαρχίες είχαν ποσοστό υποστήριξης για τον Ερντογάν πάνω από 60%, και το υψηλότερο ποσοστό ήταν κοντά στο 80 %. Αυτό δείχνει ότι μπροστά στο σεισμό, οι επιδόσεις και η ικανότητα διόρθωσης σφαλμάτων του Ερντογάν και του AKP υπό την ηγεσία του, έχουν αναγνωριστεί από τον λαό στις σεισμόπληκτες περιοχές και οι προσπάθειες της αντιπολίτευσης απέτυχαν.
Ας δούμε επίσης την οικονομική κατάσταση στην Τουρκία. Η κατάσταση είναι κρίσιμη, αλλά
η αντιπολίτευση δεν μπορούσε να απαντήσει στις ερωτήσεις του ΑΚΡ και του Ερντογάν. Το
πρώτο ερώτημα ήταν ότι ήσασταν και εσείς στην εξουσία και έχειτε αντιμετωπίσει
παρόμοιες δυσκολίες. Ποια απόδοση είχατε; Το δεύτερο ερώτημα ήταν, μπορείτε να βρείτε
κάποια πειστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της τρέχουσας οικονομικής κατάστασης; Η
αντιπολίτευση δεν μπόρεσε να απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα.
Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, ο Ερντογάν απαρίθμησε τα οικονομικά και
βιοποριστικά επιτεύγματα της Τουρκίας τα τελευταία 20 χρόνια από τότε που βρέθηκε στην
εξουσία, κάτι που είχε απήχηση τουλάχιστον στους μισούς ψηφοφόρους.
Επιπλέον, το AKP έχει περισσότερα από 11 εκατομμύρια μέλη, έχει μια ιεραρχημένη οργάνωση βάσης, ένα πλήρες δίκτυο και μια ισχυρή ικανότητα κοινωνικής κινητοποίησης, η οποία δεν έχει σύγκριση με τα άλλα πολιτικά κόμματα στην Τουρκία. Ένα άλλο στοιχείο ήταν ότι η Λαϊκή Συμμαχία, όπου ανήκει το AKP, έχει κερδίσει περισσότερες από τις μισές έδρες στο Κοινοβούλιο, στις βουλευτικές εκλογές που
διεξήχθησαν ταυτόχρονα με τις προεδρικές.
Στη περίπτωση, που ο Κιλιτσντάρογλου είχε εκλεγεί πρόεδρος, δύσκολα θα μπορούσε να κυβερνήσει τη χώρα την επόμενη πενταετία. Ο Κιλιτσντάρογλου δεν είναι ισχυρός ηγέτης. Είναι γνωστός ως «Τούρκος Γκάντι». Αν και είναι ο πρόεδρος του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος, δεν είναι ούτε το πιο ικανό ούτε το πιο ελκυστικό πολιτικά πρόσωπο. Η δε συμμαχία της οποίας ηγήθηκε, δεν είχε μια
πειστική εικόνα συνοχής.
Συνολικά, η τρέχουσα οικονομική κατάσταση της Τουρκίας και ο σεισμός είχαν όντως αντίκτυπο στην εκλογή του Ερντογάν, αλλά αυτόν δεν ήταν αρκετός για να κλονίσει τη θέση του στις επιλογές των Τούρκων ψηφοφόρων.
Εάν η αντιπολίτευση κατέβαζε αντί για τον Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου τον Εκρέμ Ιμάμογλου πιστεύετε θα ήτανε διαφορετικό σήμερα το εκλογικό αποτέλεσμα και διαφορετικός ηγέτης για την Τουρκία η θα μιλούσαμε πάλι για μια ακόμη ήττα της αξιωματικής αντιπολίτευσης;
Αν και το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα είναι ένα ιστορικό πολιτικό κόμμα που δημιουργήθηκε από τον ίδιο τον ιδρυτή της Τουρκίας Κεμάλ Ατατούρκ, δεν καταγράφει καλές επιδόσεις στην πολιτική τα τελευταία χρόνια. Στις μόνες που είχε καλή απόδοση ήταν οι τοπικές εκλογές στην Τουρκία το 2019. Το Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα κέρδισε την Κωνσταντινούπολη, την Άγκυρα και τη Σμύρνη. Αυτό το επίτευγμα τους ενθάρρυνε επίσης να επενδύσουν στις φετινές προεδρικές και βουλευτικές εκλογές.
Συνολικά, ο Κιλιτσντάρογλου δεν φαίνεται να είναι τόσο ικανός όσο ο δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου και ο δήμαρχος της Άγκυρας Μανσούρ Γιαβάς, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αυτοί θα είχαν πετύχει ένα καλύτερο αποτέλεσμα. Οι εκλογές δεν είναι μόνο θέμα προσώπων, αλλά κυρίως κοινωνικών συμφερόντων και ιδεολογικών ρευμάτων.
Ο Ταγίπ Ερντογάν έχει να αντιμετωπίσει με το καλημέρα σας μια πολύ μεγάλη και καυτή πατάτα που λέγεται οικονομία τι πιστεύετε ότι θα κάνει και εάν στο βάθος υπάρχει λόγου τις βαθιά οικονομικής κρίσης στην Τουρκία η απόπειρα νέου πραξικοπήματος η εσωτερικών ταραχών στην χώρα;
Ενώ ο Ερντογάν έχει αντιμετωπίσει με επιτυχία τις πολιτικές καταστάσεις, θα εξακολουθήσει να αντιμετωπίζει περίπλοκες οικονομικές προκλήσεις στην επόμενη θητεία του. Το 2022, ο πληθωρισμός της Τουρκίας έφτασε κάποτε στο 85,5% και η συναλλαγματική ισοτιμία έναντι του δολαρίου ΗΠΑ έχει πέσει κατακόρυφα κατά 76,7% τα τελευταία πέντε χρόνια. Η νομισματική πολιτική χαμηλών επιτοκίων του Ερντογάν θεωρείται η χειρότερη δυνατή και η εμπιστοσύνη των διεθνών οικονομικών θεσμών και των αγορών, είναι χαμηλή.
Η δυνατότητα κάποιες χώρες του αραβικού κόσμου, όπως το Κατάρ, αλλά και η Ρωσία να στηρίζουν προσωρινά την τουρκική οικονομία, δεν μπορεί να συνεχιστεί επ’ άπειρον.
Ο διορισμός του Μεχμέτ Σιμσέκ ως υπουργού Οικονομικών που προκρίνει την πολιτική των
υψηλών επιτοκίων, εκτιμάται ότι θα σημάνει το τέλος της πολιτικής των χαμηλών επιτοκίων
και της μείωσης του κρατικού ελέγχου των αγορών, στις οποίες επέμενε ο Ερντογάν για χρόνια.
Υπάρχει όμως και η λεγόμενη παγίδα του μεσαίου εισοδήματος. Αυτό είναι ένα θέμα που είναι επίκαιρο παντού στον κόσμο σήμερα. Πολλές αναπτυσσόμενες χώρες βρίσκονται στο ανώτερο μεσαίο εισόδημα και κατάφεραν να αυξήσουν το κατά κεφαλήν εισόδημά τους στο παρελθόν, αλλά είναι όλο και πιο δύσκολο για 39 αυτές να αυξήσουν περαιτέρω τα επίπεδα εισοδήματός τους τα τελευταία χρόνια.
Το ίδιο ισχύει και για την Τουρκία, η οποία δυσκολεύεται να «περάσει στο επόμενο επίπεδο» οικονομικά. Το επόμενο βήμα για την τουρκική οικονομία θα πρέπει να είναι να βελτιώσει το τεχνολογικό επίπεδο και την παραγωγική της αποδοτικότητα, να εξάγει νέα προϊόντα, να επεκτείνει το μερίδιό της στο διεθνές εμπόριο κ.λπ. Αλλά για να φτάσει σε αυτό το νέο επίπεδο, νομίζω ότι θα απαιτηθούν στη συνέχεια σημαντικές θεσμικές αλλαγές, και εδώ είναι που η Τουρκία αντιμετωπίζει προβλήματα. Οι θεσμοί της Τουρκίας έχουν υποβαθμιστεί την τελευταία δεκαετία. Αν δεν βελτιωθούν οι πολιτικοί και
οικονομικοί θεσμοί της Τουρκίας, η παγίδα του μεσαίου εισοδήματος θα συνεχιστεί για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Εσωτερική δυσαρέσκεια είναι αναμενόμενο να υπάρξει, αφού η νέα ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών θα αναγκαστεί να εφαρμόσει αντιδημοφιλείς πολιτικές, αλλά η προοπτική ενός πραξικοπήματος, με βάση τα σημερινά δεδομένα, δεν πρέπει να θεωρείται ρεαλιστική.
Ο Ερντογάν έχει να αντιμετωπίσει πέντε «καυτά» και επείγοντα ζητήματα στην τρίτη του θητεία που θα ηγηθεί και αυτά είναι: Οικονομική κρίση της Τουρκίας , Προσφυγική κρίση, επερχόμενες δημοτικές εκλογές, την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, Κουρδικό, θα ήθελα την ανάλυση σας για το καθένα ξεχωριστά κ Χωραφά πως πιστεύεται θα διαχειριστεί όλα αυτά τα θέματα;
Η επανεκλογή του Ερντογάν προφανώς θα ενισχύσει περαιτέρω το καθεστώς και το κύρος του σε μια μεγάλη μερίδα του τουρκικού λαού. Είτε πρόκειται για την κυβέρνηση του AKP είτε για τον ίδιο τον Ερντογάν, κερδίζοντας ξανά τις προεδρικές και κοινοβουλευτικές εκλογές, ενίσχυσαν την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας στο να ακολουθήσουν την αρχική εσωτερική και εξωτερική πολιτική και να συνεχίσουν να καθοδηγούν την Τουρκία στη πορεία για να γίνει μια ισχυρή χώρα.
Εάν η εσωτερική οικονομική κατάσταση στην Τουρκία συνεχίσει να επιδεινώνεται ή αν δεν
αντιστραφεί για λίγο, το ΑΚΡ μπορεί να χάσει τον έλεγχο και άλλων πόλεων στις δημοτικές
εκλογές του 2024, αλλά το κυβερνητικό καθεστώς της χώρας στο σύνολό της δεν θα
αποσταθεροποιηθεί.
Με τα δεδομένα αυτά, ο Ερντογάν θα συνεχίσει την ίδια πολιτική που ακολούθησε μέχρι
σήμερα στο προσφυγικό και στο θέμα των Κούρδων.
Το θέμα της Σουηδίας εντάσσεται από τον Ερντογάν μέσα σε μια συνολική διαπραγμάτευση με την Ουάσιγκτον, στην οποία πρωτοστατεί το θέμα της αναθέρμανσης των σχέσεων Ουάσιγκτον-Άγκυρας, καθώς και της προμήθειας νέων αεροσκαφών F-16 για την ανανέωση του στόλου της τουρκικής αεροπορίας. Πρόκειται για μια διαπραγμάτευση με ανταλλάγματα.
Νομίζω ότι τα επόμενα πέντε χρόνια, η Τουρκία θα συνεχίσει να εργάζεται για το «Στρατηγικό Όραμα 2053». Αυτός ο στόχος είναι να σταθεροποιηθεί η Τουρκία ως περιφερειακή δύναμη και να μετατραπεί σταδιακά, σε παγκόσμια δύναμη, τουλάχιστον σε κάποιους τομείς. Επομένως οι εσωτερικές και εξωτερικές πολιτικές πρέπει να υπηρετήσουν αυτόν τον στόχο. Ως εκ τούτου, οι συγκεκριμένες πολιτικές της Τουρκίας που διαμορφώθηκαν τα τελευταία 20 χρόνια θα είναι πιο άρτιες και συμπληρωμένες, αλλά δεν θα υπάρξουν ανατρεπτικές αλλαγές.
Ο τέως τούρκος ΥΠΕΞ Μεβλούτ Τσαβούσογλου, δήλωνε μέχρι και πριν από το μεγάλο σεισμό της Τουρκίας όσο αφορά για την επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια «γύρω από την Κρήτη». «Δεν θα επιτρέψουμε την επέκταση των χωρικών υδάτων ούτε ένα μίλι παραπάνω στο Αιγαίο» διεμήνυσε ο Τσαβούσογλου; Υπάρχει ελπίδα να δούμε κάτι το διαφορετικό με την νέα κυβέρνηση; Η θα συνεχίσει να κυνηγά το όνειρο της γαλάζιας πατρίδας το οποίο μπορεί να μας οδηγήσει σε μια πολεμική εμπλοκή;
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις εντάσσονται μέσα στη γενικότερη στρατηγική της Τουρκίας να
παγιωθεί ως περιφερειακή δύναμη. Επομένως, η κατεύθυνση δεν πρόκειται να αλλάξει. Το
να υπάρξουν τακτικές κινήσεις αποσυμπίεσης των εντάσεων σε βραχυπρόθεσμη
προοπτική, δεν θα πρέπει να αποκλειστεί, αλλά αυτό δεν αλλάζει τους στρατηγικούς
στόχους της Άγκυρας.
Εάν η νέα κυβέρνηση που θα εκλέξει ο ελληνικός λαός το βράδυ τις 25 Ιουνίου οδηγήσει κάποια στιγμή την χώρα μας στο δικαστήριο της Χάγης για τα 12 ναυτικά μίλια με την Τουρκία και αναγκαστούμε να μοιράσουμε το αιγαίο όπως έχει πει και ο μακαρίτης ο Κωσταντίνος Μητσοτάκης σε συνέντευξη του, αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μέγα πολιτικό λάθος και εάν ναι γιατί;
Εδώ και λίγο καιρό, αναπτύσσονται σενάρια για τις «Πρέσπες του Αιγαίου» και τη προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Μέχρι σήμερα, οι ελληνικές κυβερνήσεις θεωρούν ότι το μόνο θέμα για το οποίο θα έπρεπε η Ελλάδα και η Τουρκία να προσφύγουν στο ΔΔΧ, είναι αυτό του καθορισμού της υφαλοκρηπίδας και ίσως και της ΑΟΖ.
Σε πολιτικό επίπεδο, το κεντρικό πρόβλημα είναι ότι η Τουρκία δεν αναγνωρίζει την αρμοδιότητα του ΔΔΧ και θεωρεί ότι τα εκκρεμή προβλήματα με την Ελλάδα πρέπει να επιλυθούν με διμερή πολιτικό διάλογο. Η προσφυγή στο ΔΔΧ προϋποθέτει την υπογραφή συνυποσχετικού και η Άγκυρα δεν φαίνεται πρόθυμη να το κάνει.
Η Τουρκία από θέση ισχύος, θα δεχόταν την οιαδήποτε προσφυγή, μόνο εάν ήταν για όλες τις διεκδικήσεις της στα κρίσιμα ζητήματα (αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου,
οριοθέτηση υποθαλάσσιων ζωνών, επέκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης, ΑΟΖ,
εναέριος χώρος του Αιγαίου, περιοχές Έρευνας και Διάσωσης, γκρίζες ζώνες στο Αιγαίο κλπ)
ή αλλιώς θα τα διαπραγματευόταν, για να τα κερδίσει εκ των προτέρων, ώστε μετά να
αποδεχθεί τη προσφυγή στο ΔΔΧ για την επικύρωση των συμφωνηθέντων.
Η μονομερής προσφυγή από την πλευρά της Ελλάδας είναι δυνατή, αλλά για ζητήματα στα
οποία υπάρχουν μείζονες εξελίξεις στο Διεθνές Δίκαιο που μεταβάλλουν καθοριστικά το
περιβάλλον και τις προηγούμενες διευθετήσεις. Και τα διμερή θέματα με την Τουρκία, δεν
αποτελούν τέτοιου είδους περιπτώσεις.
Η προσφυγή δε της Ελλάδας στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ κατά της Τουρκίας από τη
κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή το 1976, (επίκληση απειλής διατάραξης της
ειρήνης), καθώς και η παράλληλη μονομερής προσφυγή στο ΔΔΧ για την οριοθέτηση της
υφαλοκρηπίδας, (κατατέθηκε και αίτημα λήψης προσωρινών μέτρων κατά της Τουρκίας),
χωρίς τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις, ήταν ανεπιτυχής.
Εκτός του ότι το ΔΔΧ δεν ασχολήθηκε επί της ουσίας της προσφυγής, προέτρεψε την Ελλάδα σε διάλογο και διαπραγμάτευση με την Τουρκία και μάλιστα αξιολόγησε ότι οι έρευνες του «Χόρα» δεν απειλούσαν την ελληνική εθνική κυριαρχία. Με λίγα λόγια το αντιμετώπισε περίπου ως
«παρατυπία» που μπορούσε να διευθετηθεί ειρηνικά με διαπραγματεύσεις.
Η δυνατότητα να χρησιμοποιηθεί με προσφυγή από την Ελλάδα, ο ΓΓ του ΟΗΕ ώστε να επιστήσει την προσοχή του Συμβουλίου Ασφαλείας σε ζητήματα που κατά τη γνώμη του μπορούν να θέσουν σε κίνδυνο τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, θα μπορούσε να διερευνηθεί. Ωστόσο, είδαμε πως απάντησε στο ζήτημα της συμφωνίας Τουρκίας-Λιβύης και την αδυναμία του να αιτηθεί της προσοχής του Συμβουλίου Ασφαλείας για αυτό.
Επομένως, πρόκειται για μία μη ασφαλή επιλογή.
Η περίπτωση κατά την οποία, ένα από τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας θα ζητούσε από το Συμβούλιο Ασφαλείας να αποφασίσει ώστε να αιτηθεί γνωμοδότηση από το ΔΔΧ, αποτελεί ένα ενδεχόμενο. Η χώρα που θα μπορούσε να το κάνει για την Ελλάδα, θαήταν η Γαλλία και λιγότερο οι ΗΠΑ, αλλά υπάρχει σοβαρό ενδεχόμενο να υπάρξει βέτο από κάποιο άλλο μόνιμο μέλος. Για να λειτουργήσει μία τέτοια προοπτική, θα πρέπει να αναβαθμιστούν ακόμα περισσότερο οι ελληνογαλλικές σχέσεις.
Η επίκληση της ανάγκης για διευθέτηση των θαλασσίων ζωνών μεταξύ της Ελλάδος της Κύπρου και της Αιγύπτου, θα μπορούσε να αποτελέσει άλλο ένα ενδεχόμενο προσφυγής στο ΔΔΧ, στο βαθμό βέβαια που η Αίγυπτος θα δεχόταν να συμμετάσχει σε αυτή τη διαδικασία.
Τότε το ΔΔΧ είτε θα καλούσε την Τουρκία για να συμμετάσχει και να υποβάλλει τις θέσεις της, είτε η ίδια η Τουρκία θα το αιτείτο. Όμως, η Τουρκία θα έπρεπε πέραν της αναγνώρισης του ΔΔΧ, να αποδεχθεί και τη νομική οντότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας για να συμμετάσχει, κάτι το οποίο η Άγκυρα δεν θα αποδέχονταν..
Εάν δεν μετείχε τελικά η Τουρκία, η οιαδήποτε απόφαση του ΔΔΧ χωρίς αυτήν θα εξαντλείτο στα ζητήματα που αφορούν τις άλλες προσφεύγουσες χώρες και οπωσδήποτε θα εξέταζε και την επήρεια του Καστελόριζου, αφού αυτό αφορά και τις άλλες δύο χώρες.
Το ενδεχόμενο της αναγνώρισης από το ΔΔΧ πλήρους επήρειας για το Καστελόριζο, ή το αν θα την περιόριζε στα εθνικά χωρικά ύδατα, αποτελεί ένα ανοικτό θέμα και σε κάθε περίπτωση, μία παράμετρο που θα πρέπει να αξιολογήσουν οι ελληνικές πολιτικές δυνάμεις.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης ως πρωθυπουργός, από το 2019, θεωρώντας ως μοναδική διαφορά την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ, απευθύνθηκε στην Τουρκία, καλώντας την στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης «το οποίο θα αποφανθεί για το ποιος τελικά έχει δίκιο και το ποιος έχει άδικο». Με το δεδομένο αυτό, θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να δεχτεί αλλαγή της ατζέντας ώστε να περιλαμβάνει και άλλες διεκδικήσεις της Άγκυρας.
Κ. Χωραφά το τελευταίο εξάμηνο εξελίσσεται στην ανατολική Μεσόγειο ένα σταυρόλεξο μέσω τον εκλογών που διεξήχθησαν και διεξάγονται και ανάμεσα στις 3 χώρες, Κύπρος, Τουρκία, Ελλάδα, θα θέλατε να μας το λύσετε και να μας εξηγήσετε τι παιχνίδι παίζεται και ποιες οι δυνάμεις που κινούν τα νήματα;
Δεν υπάρχουν κάποιες ανεξήγητες εξελίξεις στις τρεις χώρες. Η Ελλάδα βρίσκεται ακόμα σε
εκλογική διαδικασία, αλλά εκτιμάται ότι και στις τρεις χώρες οι στρατηγικές τους είναι
δεδομένες.
Ο Νίκος Χριστοδουλίδης επιδιώκει να αναζωογονήσει τις αδιέξοδες συνομιλίες επανένωσης της Κύπρου και ζητεί από την ΕΕ να διαδραματίσει πιο ενεργό ρόλο. Δεδομένης της οικονομικής κατάστασης της Τουρκίας, είναι πιθανό να διατηρήσει η Άγκυρα την ηρεμία που επιτεύχθηκε με την Ελλάδα, μετά τους σεισμούς, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα και χωρίς να κάνει κάποια παραχώρηση στις διεκδικήσεις, στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Δεν θα πρέπει να αναμένει κανένας, μεγάλη αύξηση της έντασης, αλλά ούτε και ουσιαστική πρόοδο. Μία «ψυχρή ειρήνη» ανάμεσα στις δύο χώρες είναι το επικρατέστερο σενάριο.
Όσον αφορά την Κύπρο, δεν φαίνεται ότι θα υπάρξει υποχώρηση από την πολιτική της
«λύσης των δύο κρατών» που προωθεί η Άγκυρα.
Η Ουάσιγκτον επεκτείνει τη στρατιωτική συνεργασία της με την Ελλάδα και σχεδιάζεται η
ανάπτυξη της Αλεξανδρούπολης στον ύψιστο βαθμό, ενώ η Σούδα είναι πλήρως ενταγμένη
στους σχεδιασμούς των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Η δυνατότητα σχετικής παράκαμψης των
Στενών του Βοσπόρου που ελέγχονται από την Τουρκία, είναι ένα δεδομένο που
αξιοποιείται.
Ταυτόχρονα, αλλάζουν τα πράγματα σε ότι αφορά τη στρατηγική συνεργασία των ΗΠΑ με
την Κύπρο.
Οι Αμερικανοί χρησιμοποιούν το παλιό αεροδρόμιο της Λάρνακας για τις
ανάγκες τους στη Μέση Ανατολή. Χρησιμοποιούν επίσης το λιμάνι της Λεμεσού, αλλά και
της Λάρνακας.
Για την Ελλάδα τι σημαίνει η παραχώρηση του λιμανιού της Αλεξανδρούπολης στουςΑμερικάνους και τώρα μπαίνει στο κάδρο και το λιμάνι της Καβάλας ποια τα υπερ. καιποια τα κατά και κατά πόσο ενοχλεί αυτό Τουρκία και Ρωσία;
Η σημασία του λιμανιού της Αλεξανδρούπολης στην ευρύτερη περιοχή, αλλά και οι
προοπτικές που διανοίγονται τόσο σε θέματα ασφάλειας όσο και οικονομίας, καθώς και
τον σημαντικό ρόλο της Ελλάδας στην υποστήριξη των μετακινήσεων των στρατιωτικών
δυνάμεων των ΗΠΑ μέσω των λιμανιών της Βόρειας Ελλάδας και της προώθησής τους στα
Βαλκάνια, στο πλαίσιο των στρατιωτικών ασκήσεων του ΝΑΤΟ και των μετακινήσεων
στρατευμάτων και υλικού, είναι δεδομένη.
Το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης δεν είναι σημαντικό μόνο για την ενέργεια, είναι εξίσου
σημαντικό και για τις μεταφορές. Το λιμάνι συνδέεται άμεσα με την Εγνατία Οδό ενώ με τις
κάθετες οδούς μέσω της Via Carpathia που είναι υπό κατασκευή και του κάθετου δρόμου
Αλεξανδρούπολης Βουλγαρίας που διασχίζει τον Έβρο, οι δυνάμεις του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ
μπορούν να βρίσκονται σε λίγες ώρες στα Βαλκάνια, στη Κεντρική και στην Ανατολική
Ευρώπη.
Η Via Carpathia παρακάμπτει την Σερβία και την Μαύρη Θάλασσα, ενώ περνάει
αποκλειστικά από χώρες που είναι στο ΝΑΤΟ όπου η συμμαχία διατηρεί σημαντικά
στρατεύματα.
Στην Πολωνία, την Λετονία, την Εσθονία , την Λιθουανία και την Ρουμανία, το ΝΑΤΟ διαθέτει ισχυρές δυνάμεις οι οποίες έχουν αυξηθεί μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Προφανώς, αυτές οι εξελίξεις δεν αντιμετωπίζονται θετικά από τη Μόσχα και την Άγκυρα.