Greekaffair.gr: Η άλλη πλευρά της ενημέρωσης
Κριτικές Θεάτρου & Σινεμά

«HOW SOON IS NOW»: Κριτική Παράστασης

«HOW SOON IS NOW»: Κριτική Παράστασης

 

Το greekaffair.gr παρακολούθησε την παράσταση «HOW SOON IS NOW» και σας μεταφέρει τις εντυπώσεις του μέσα από αυτήν την ανασκόπηση.

 

Το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, σε συνεργασία με τα Αθηναϊκά Θέατρα, παρουσιάζει για πρώτη φορά στην Ελλάδα το νέο θεατρικό έργο της Γλυκερίας Μπασδέκη, με τίτλο «HOW SOON IS NOW». Τη σκηνοθεσία της παράστασης αναλαμβάνει ο Πάνος Κούγιας, ενώ το έργο αντλεί την έμπνευσή του από το λογοτεχνικό πρόσωπο της Μαργαρίτας Περδικάρη, μιας νεαρής δασκάλας αστικής καταγωγής, η οποία έμελλε να βρεθεί στο επίκεντρο της ιστορίας κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.

Υπόθεση – πληροφορίες παράστασης

Η αφήγηση επικεντρώνεται στην ένταξη της Μαργαρίτας στην ΕΠΟΝ Πίνδου, γεγονός που λειτουργεί ως αφετηρία για την αποκάλυψη μιας σειράς γεγονότων που θα συγκλονίσουν την ίδια, αλλά και την ευρύτερη κοινωνία. Ο πόλεμος μπορεί να φτάνει στο τέλος του, όμως μια νέα τραγωδία προετοιμάζεται: η Ελλάδα εισέρχεται στην ταραχώδη περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου.

Η παράσταση αξιοποιεί το ζήτημα της Ελληνικότητας, επιχειρώντας να ανοίξει έναν ουσιαστικό και τολμηρό διάλογο για τα τραύματα της Γερμανικής Κατοχής και τα αδιέξοδα που θα ακολουθήσουν. Με ένα ευρηματικό θεατρικό ύφος, όπου το Θέατρο Σκιών, η μουσική του Αττίκ, οι εικόνες των ελληνικών καφενείων και η εγχώρια ζωγραφική συνυφαίνονται, το έργο συνθέτει ένα «Εθνικό Ψηφιδωτό» μνήμης.

Το έργο εστιάζει στη συλλογική προσπάθεια των ανθρώπων να ξεχάσουν τις πληγές του παρελθόντος. Στον απόηχο της Μετεμφυλιακής Ελλάδας, οι ήρωες έρχονται αντιμέτωποι με τις αναμνήσεις τους, ενώ η παράσταση φωτίζει τα αδιέξοδα και τις συγκρούσεις που άφησε πίσω της μια από τις πιο δραματικές περιόδους της ελληνικής ιστορίας.

Με έναν συνδυασμό ποιητικότητας, μουσικότητας και ιστορικού στοχασμού, η παράσταση «HOW SOON IS NOW» δεν αφηγείται απλώς μια ιστορία, αλλά δημιουργεί ένα θεατρικό περιβάλλον όπου το παρελθόν συναντά το παρόν, υπενθυμίζοντας ότι οι πληγές της ιστορίας σπάνια κλείνουν πραγματικά.

Κριτική Παράστασης: «HOW SOON IS NOW» στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά – Φουαγιέ.

Η παράσταση «HOW SOON IS NOW» συνδέει με μοναδικό τρόπο την ελληνική ιστορία, την τέχνη και την πολιτιστική μας κληρονομιά, αναδεικνύοντας τις βαθιές πληγές και τις αντιφάσεις της ελληνικής ταυτότητας. Αποτελεί ένα είδος καθρέφτη της ελληνικής ιστορίας, γεμάτο θραύσματα μνήμης, τέχνης και αντίστασης. Αγγίζει την Κατοχή και τη μετεμφυλιακή Ελλάδα, όχι μέσα από τη στεγνή αφήγηση των γεγονότων, αλλά μέσα από εικόνες, ήχους και συναισθήματα που κουβαλάμε μέχρι σήμερα.

Ο Πάνος Κούγιας συνεργάστηκε με τη συγγραφέα Γλυκερία Μπασδέκη για να δημιουργήσει ένα έργο που εξερευνά την ελληνικότητα μέσα από το πρίσμα της γερμανικής κατοχής και του επακόλουθου εμφυλίου πολέμου. Η σκηνοθετική του προσέγγιση αξιοποίησε στοιχεία του Θεάτρου Σκιών, τη μουσική του Αττίκ και την εγχώρια ζωγραφική, δημιουργώντας μια παράσταση που προσκαλεί το κοινό σε έναν διάλογο με το παρελθόν. Η σκηνοθετική του γραφή χαρακτηρίζεται από την ικανότητά του να ενσωματώνει παραδοσιακά ελληνικά στοιχεία σε σύγχρονες αφηγήσεις, δημιουργώντας παραστάσεις που προκαλούν σκέψη και συγκίνηση.

Η Μακρά διάρκεια του χρόνου και η Ελληνική ιστορία

Ο Fernand Braudel, μέσα από την έννοια της «μακράς διάρκειας», μας προσφέρει έναν τρόπο να προσεγγίσουμε την ιστορία πέρα από τα επιμέρους γεγονότα. Δεν είναι μόνο οι στιγμιαίες αναλαμπές που καθορίζουν την πορεία των λαών, αλλά οι δομές, οι κοινωνίες, οι πολιτισμικές και οικονομικές συνθήκες που εκτείνονται μέσα στον χρόνο. Μέσα από αυτό το πρίσμα, η ελληνική ιστορία δεν μπορεί να ειπωθεί μόνο μέσα από τις στιγμές της δόξας ή της ήττας, αλλά μέσα από τις αέναες μεταβολές που διαμορφώνουν τη συλλογική ταυτότητα.

Η κατοχή και η αντίσταση: ένας λαός σε δοκιμασία

Τι συμβαίνει όμως με τα επιμέρους γεγονότα της ελληνικής ιστορίας; Και πιο συγκεκριμένα για την περίοδο της γερμανικής κατοχής και όλα όσα περνούσαν οι Έλληνες της αντίστασης; Η γερμανική Κατοχή (1941-1944) υπήρξε μια από τις πιο σκοτεινές και δυσάρεστες περιόδους της ελληνικής ιστορίας. Ο ελληνικός λαός βρέθηκε αντιμέτωπος με την πείνα, τη βία και την καταπίεση, ενώ παράλληλα άνθησε το πνεύμα της αντίστασης. Ανάμεσα στους μαχητές της ελευθερίας, υπήρξαν απλοί άνθρωποι, αγωνιστές της καθημερινότητας, που πλήρωσαν βαρύ τίμημα για την αφοσίωσή τους στην πατρίδα. Οι θυσίες τους, όμως, δεν ήταν μάταιες, καθώς έθεσαν τις βάσεις για μια νέα κοινωνική συνείδηση και επαναπροσδιόρισαν την έννοια του πατριωτισμού.

Μια κοπέλα στο επίκεντρο της ιστορίας

Στη δίνη αυτών των γεγονότων, μια νεαρή γυναίκα, η Μαργαρίτα Περδικάρη, βρίσκεται αντιμέτωπη με τις μεγαλύτερες προκλήσεις της ζωής της. Μεταξύ ακμής και παρακμής, θυμάται τις ημέρες πριν από τον πόλεμο, τότε που η ζωή κυλούσε αρμονικά. Όμως, η πραγματικότητα της Κατοχής την αλλάζει για πάντα. Οι ελπίδες και τα όνειρά της συγκρούονται με τη φρίκη του πολέμου, και μέσα από τον δικό της αγώνα αποτυπώνεται το δράμα ενός ολόκληρου λαού.

Η αντίσταση μέσα από την τέχνη

Η ελληνικότητα δεν είναι μια απλή ιδέα, αλλά ένα μωσαϊκό από πολιτιστικές αναφορές: το Θέατρο Σκιών, ο Καραγκιόζης, τα τραγούδια του Αττίκ, οι ζωγραφιές του Τσαρούχη. Όλα αυτά ζωντανεύουν στην παράσταση, όχι σαν απομεινάρια μιας ρομαντικής νοσταλγίας, αλλά σαν ζωντανά σύμβολα αντίστασης. Ο Καραγκιόζης, που επιβίωσε μέσα από τη σάτιρα και τα υπονοούμενα κατά την Κατοχή, ο Τσαρούχης, που ζωγράφιζε τον απλό στρατιώτη με την ίδια ευλάβεια που θα ζωγράφιζε έναν ήρωα, όλα συνδέονται σε μια αφήγηση που αναρωτιέται: πού στεκόμαστε σήμερα απέναντι σε εκείνη την εποχή;

Ακόμα και μέσα στη σκληρή πραγματικότητα της Κατοχής, ο πολιτισμός δεν έπαψε να αποτελεί μέσο αντίστασης. Το Θέατρο Σκιών και ο Καραγκιόζης παρέμειναν ζωντανά, παρά τη σκληρή λογοκρισία. Πολλοί καραγκιοζοπαίχτες αξιοποίησαν την τέχνη τους για να μεταφέρουν αντιστασιακά μηνύματα, ντύνοντας την αλήθεια με χιούμορ και σάτιρα.

Ο Αττίκ, με τη μουσική και την παρουσία του, υπήρξε μια ιδιαίτερη μορφή στην Κατοχή, καθώς τα τραγούδια του έγιναν καταφύγιο για έναν λαό που πάλευε να αντέξει τον φόβο και τη στέρηση. Αν και ο ίδιος δεν ήταν άμεσα συνδεδεμένος με την ένοπλη αντίσταση, η τέχνη του αποτέλεσε μια μορφή ψυχικής αντίστασης, δίνοντας στους ανθρώπους μια αίσθηση κανονικότητας και ελπίδας. Τα κοσμικά καμπαρέ και οι μουσικές σκηνές της εποχής του, όπου τραγουδούσε και ο ίδιος, μετατράπηκαν σε χώρους όπου οι καταπιεσμένοι έβρισκαν μια στιγμή ελευθερίας, ακόμα και υπό τη σκιά της κατοχικής λογοκρισίας.

Ο Γιάννης Τσαρούχης, από την πλευρά του, ενσωμάτωσε στα έργα του τη λαϊκή ψυχή και την αντίσταση μέσα από εικόνες που παρουσίαζαν τον απλό άνθρωπο, τον αντάρτη, τον στρατιώτη, τον εργάτη. Οι φιγούρες του – άνδρες με φουστανέλες, τσαρούχια και στρατιωτικές στολές – δεν ήταν απλώς πίνακες, αλλά σύμβολα ενός αγώνα που δεν περιοριζόταν στα πεδία των μαχών, αλλά εκτυλισσόταν και στο πεδίο της μνήμης και της ταυτότητας.

Η μεταπολεμική Ελλάδα: μνήμες και διαβρωμένες δομές

Η ιστορία της Μαργαρίτας Περδικάρη αποτελεί έναν καμβά πάνω στον οποίο υφαίνεται η ελληνική οικογένεια και η κοινωνία μετά τον πόλεμο. Η μεταπολεμική Ελλάδα, πληγωμένη από τη φρίκη του πολέμου και του Εμφυλίου, προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει τον εαυτό της. Όμως, παράλληλα με τη διατήρηση της μνήμης, πολλές από τις αυθεντικές μορφές της ελληνικότητας αρχίζουν να διαβρώνονται. Η ελληνική κοινωνία μετασχηματίζεται, συχνά απομακρυνόμενη από τις ρίζες της και υιοθετώντας νέες, συχνά ξενόφερτες, αντιλήψεις.

Οι ήρωες που ξεχνάμε

Είναι εύκολο να μνημονεύουμε τις λαμπρές στιγμές της ιστορίας μας, τα στοιχεία της πολιτιστικής μας κληρονομιάς που μας κάνουν υπερήφανους – τον Τσαρούχη, το Θέατρο Σκιών, την μουσική του Αττίκ. Όμως, τι γίνεται με εκείνους που βασανίστηκαν, που έδωσαν τη ζωή τους χωρίς ποτέ να λάβουν την αναγνώριση που τους άξιζε; Τι γίνεται με τις αμέτρητες ψυχές που χάθηκαν μέσα στην Κατοχή, στις εξορίες, στα εκτελεστικά αποσπάσματα;

Η ιστορία δεν είναι μόνο οι νικητές, ούτε μόνο τα σύμβολα που επιλέγουμε να τιμούμε. Είναι και οι σκιές που προσπαθούμε να ξεχάσουμε, οι πληγές που παραμένουν ανοιχτές, οι αλήθειες που δεν βολεύουν. Είναι όλα εκείνα που συνθέτουν τη συλλογική μας μνήμη και καθορίζουν το παρόν και το μέλλον μας.

Η φρίκη της Κατοχής και οι διχασμοί που ακολούθησαν δεν παρουσιάζονται ως κάτι μακρινό, αλλά ως μια σκιά που συνεχίζει να μας συνοδεύει. Το παρελθόν δεν μένει πίσω, αλλά ενσωματώνεται στην ταυτότητά μας, στις επιλογές μας, ακόμα και στη σιωπή μας. Η παράσταση δεν δίνει απαντήσεις, αλλά γεννά ερωτήματα: Θυμόμαστε σωστά; Επιλέγουμε τι να ξεχάσουμε; Και τελικά, πόσο σύντομα είναι το «τώρα» μας, όταν το χθες δεν έχει φύγει ποτέ πραγματικά;


Αυτή η κριτική στοχεύει να προβάλει τις κεντρικές αρετές της παράστασης και να ενθαρρύνει τους αναγνώστες να βιώσουν την εμπειρία από κοντά καθώς και να δείξει τις αδυναμίες αυτής.

Συντελεστές

Ταυτότητα παράστασης:

Κείμενο: Γλυκερία Μπασδέκη

Διασκευή – Σκηνοθεσία: Πάνος Κούγιας

Ηθοποιοί: Μενέλαος Κυπαρίσσης, Δανάη Παπουτσή, Ανθή Σαββάκη, Λεωνίδας Στάμου

Αφήγηση ηχογραφημένου υλικού: Χαρούλα Αλεξίου

Video-Σκηνικά: Δημήτρης Κοντογιώργης

Κοστούμια: Μαργαρίτα Τζανέτου

Επιμέλεια κίνησης : Mαρίζα Τσίγκα

Μουσική: Teo Kougias

Βοηθός σκηνοθέτη: Κοσμάς Γκάνιας

Φωτογραφίες: Γιώργος Καλφαμανώλης

 

Πηγή: Greekaffair.gr

Related posts

«Locked» (2025): Κριτική Ταινίας

Είδαμε την παράσταση «Σεσουάρ για Δολοφόνους» 3ος χρόνος στο Θέατρο Λαμπέτη

Είδαμε την παράσταση «ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΝΑ» στο θέατρο ΒΕΜΠΟ