Η ιστορία του Σακαφλιά στα Τρίκαλα στα δυο στενά.
Ο Γιώργος Σακαφλιάς, ήταν υπαρκτό πρόσωπο.
Ο διαβόητος κακοποιός Γιώργος Σακαφλιάς καταγόταν από την Αθήνα και έμενε στο Θησείο. Το πραγματικό του όνομα ήταν Χαρίλαος Χαραλάμπους και το «Σακαφλιάς» ήταν το παρατσούκλι του. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες ήταν ωραίος άντρας και ξεχωριστό κουτσαβάκι της εποχής. Ο Σακαφλιάς εκμεταλλευόταν γυναίκες του πεζοδρομίου και έκανε και μικροκλοπές. Το 1926, σε ηλικία 27 ετών, συνελήφθη, δικάστηκε και όταν καταδικάστηκε μεταφέρθηκε στις φυλακές των Τρικάλων….
Πρώτη εκδοχή
Το περιστατικό που τον οδήγησε στην κατηγορία για φόνο
Το 1931 ο Σακαφλιάς, άνεργος, παντρεμένος, πατέρας 6 μικρών παιδιών και χήρος ήδη (η γυναίκα του έχει πεθάνει από φυματίωση), έχοντας παράλληλα και τη φροντίδα της ηλικιωμένης μητέρας του, κατοικεί με νοίκι σε ένα σπίτι στο Θησείο, του οποίου ιδιοκτήτης είναι ο Βασιλάκης. Αδυνατεί όμως να πληρώσει το νοίκι και ο ιδιοκτήτης τού κάνει για δεύτερη φορά έξωση από το σπίτι. Στην απολογία του στο δικαστήριο ο Σακαφλιάς θα πει πως μετά τον θάνατο της γυναίκας του παρασύρθηκε από ένα αυτοκίνητο και χτυπήθηκε σε πολλά μέρη του σώματός του, με αποτέλεσμα όχι μόνο να μη μπορεί να πληρώσει τα νοίκια που χρωστούσε, αλλά ούτε καλά-καλά να συντηρήσει την πολυμελή οικογένειά του. Και πως ανάλγητος ο ιδιοκτήτης μπροστά στη δυστυχία του, του έκανε έξωση για πρώτη φορά, η οποία όμως απορρίφτηκε, μιας και κατάφερε στο μεταξύ να συγκεντρώσει το ποσό που χρωστούσε και να το δώσει στον ιδιοκτήτη του σπιτιού. Επειδή όμως και πάλι στη συνέχεια καθυστέρησε μερικά νοίκια, μαζί και «τους φόρους Ούλεν και οδοστρωμάτων», ο ιδιοκτήτης τού έκανε για δεύτερη φορά έξωση.Ο Σακαφλιάς δεν πήγε στο δικαστήριο, δικάστηκε ερήμην του και έτσι γυρίζοντας ένα μεσημέρι σπίτι του, βρήκε τα λιγοστά τους πράγματα, τα παιδιά και την ηλικιωμένη μάνα του στο δρόμο. Υποστήριξε πως δεν αντέδρασε εκείνη τη στιγμή κατά του ιδιοκτήτη, παρά το θυμό του, αλλά κοίταξε να μεταφέρει τη φαμίλια και τα λιγοστά τους πράγματα σε μια ξύλινη παράγκα που είχε στην Αγία Παρασκευή, εκεί που είχε πεθάνει η γυναίκα του. Και πως παρατηρώντας ότι ο ιδιοκτήτης του είχε κρατήσει το χωνί του φωνογράφου, μια εταζέρα και ένα χράμι, πήγε στο μαγαζί που διατηρούσε για να τα ζητήσει. Εκεί υποστήριξε πως προκλήθηκε από τον ιδιοκτήτη, πως ακολούθησαν διαπληκτισμοί μεταξύ τους, πως το φονικό όργανο, το μαχαίρι, ήταν του θύματος, πως βρισκόταν σε άμυνα και πως το φονικό έγινε όταν – στην προσπάθειά του να αμυνθεί – το μαχαίρι γύρισε και κτύπησε το θύμα, τον ιδιοκτήτη του σπιτιού. Επέμεινε μάλιστα πως δεν μετανιώνει για την πράξη του αυτή. Η απολογία του αυτή δεν έπεισε το δικαστήριο. Ο φόνος θεωρήθηκε εκ προμελέτης. Έπαιξε ρόλο και ο πρότερος βίος του Σακαφλιά, η εμπλοκή του σε παραβάσεις του ποινικού κώδικα, σε διαρρήξεις, μικροκλοπές και παράνομη οπλοφορία και η χρήση από αυτόν και άλλων ονομάτων πέραν του κανονικού επωνύμου του Χαραλάμπους, όπως: Σακαβιάς ή Σακαφιάς ή ή Σακαφλιάς ή Καραμιχάλης. Έτσι, μετά την καταδίκη του από το δικαστήριο, οδηγήθηκε στις φυλακές Τρικάλων, το 1931.
Η αιτία της δολοφονίας του Σακαφλιά
Στις φυλακές Τρικάλων θα έπεφτε δολοφονημένος από έναν συγκρατούμενό του και αιτία αυτού του φονικού ήταν το βιδάνιο της φυλακής. Όπως γινόταν σχεδόν σε κάθε φυλακή του Μεσοπολέμου, οι κρατούμενοι έπαιζαν παράνομα παιχνίδια. Βιδάνιο ή γκανιότα έλεγαν το κατακράτημα ποσοστών που έκανε ο τσιρίμπασης, ο πιο νταής στην ομάδα των φυλακισμένων, ο «αρχηγός», σε αυτούς που έπαιζαν χαρτιά ή μπαρμπούτι. Κάθε φυλακή είχε έναν τσιρίμπαση και η γκανιότα ή βιδάνιο που αποκόμιζε από τα παιχνίδια αυτά ο τσιρίμπασης ήταν ένα αρκετά σεβαστό ποσό. Ο Σακαφλιάς έγκλειστος πια στη φυλακή των Τρικάλων παρατηρούσε τους κατάδικους που έπαιζαν πολύ μπαρμπούτι και το βιδάνιο που τράβαγε από αυτούς ο τσιρίμπασης και είχε τη φαεινή ιδέα να το διεκδικήσει ο ίδιος για λογαριασμό του, να πάρει αυτός τη θέση του τσιρίμπαση. Δεν ήξερε όμως καλά τους νόμους του υπόκοσμου, τους κανόνες της μαγκιάς, που έλεγαν πως για να κάνεις στη φυλακή τον τσιρίμπαση, τον μπαρμπουτιέρη, έπρεπε να σε έχουν ακουστά τουλάχιστον οι μισοί κατάδικοι και μάλιστα το όνομά σου να τους προκαλεί και φόβο και θαυμασμό…
Ποιος σκότωσε τον Σακαφλιά;
συ σκότωσες το Σακαφλιά…».
Όλες οι μαρτυρίες συγκλίνουν στον Αντωνίτση ως φονιά του Σακαφλιά. Ο Μπαγιαντέρας ανέφερε πως ο ίδιος ο Αντωνίτσης ήταν ο τσιρίμπασης της φυλακής των Τρικάλων, αυτός έπαιρνε το βιδάνιο, άρα απ’ αυτόν τον ίδιο διεκδίκησε ο Σακαφλιάς την «αρχηγία» και ό,τι αυτή συνεπαγόταν, με αποτέλεσμα τη δολοφονία του από τον Αντωνίτση. Ο Πετρόπουλος πάλι μεταφέρει τη μαρτυρία ενός κατάδικου, δις ισοβίτη, του Σωτήρη Γκόγκου, ο οποίος -σύμφωνα με τα λεγόμενά του- ήταν αυτόπτης μάρτυρας της δολοφονίας του Σακαφλιά. Σύμφωνα με τη δική του μαρτυρία, άλλος (ο οποίος δεν κατονομάζεται) ήταν ο τσιρίμπασης της φυλακής και όταν είδε στο πρόσωπο του Σακαφλιά την επερχόμενη απειλή να χάσει το βιδάνιο, έβαλε τον Αντωνίτση να τον σκοτώσει. Επομένως, σύμφωνα με αυτή τη μαρτυρία, ο Αντωνίτσης ήταν το εκτελεστικό όργανο της προσχεδιασμένης αυτής δολοφονίας. Ο Αντωνίτσης περιγράφεται ως ένας γεροντόμαγκας, με καλό όνομα στον κόσμο του κουρμπετιού, τον οποίο και υπολόγιζαν και σέβονταν οι άλλοι γιατί οι εξηγήσεις του ήταν πολύ μπεσαλήδικες.
Ο τόπος του εγκλήματος
Άλλο ένα σημείο τριβής είναι ο τόπος όπου έγινε η δολοφονία του Σακαφλιά, ο οποίος -σύμφωνα με το τραγούδι του Τσιτσάνη- είναι τα «Δυο Στενά». Είναι εξακριβωμένο πως ο Σακαφλιάς δολοφονήθηκε μέσα στη φυλακή των Τρικάλων. Με την άποψη αυτή συμφωνούν όλες οι υπάρχουσες αξιόπιστες μαρτυρίες:
* Του Μπαγιαντέρα, όπως καταγράφεται στο βιβλίο του Κώστα Χατζηδουλή: «Βασίλης Τσιτσάνης – η ζωή μου, το έργο μου», από τις εκδόσεις «Νεφέλη».
* Του Ηλία Πετρόπουλου στο βιβλίο του «Τα ρεμπέτικα».
* Περιοδικό «Τρικαλινή Έκφραση» (Αύγουστος – Ιούλιος 1994), Βασίλης Πάνου.
«Δυο Στενά» ονόμαζαν δυο στενούς διαδρόμους ανάμεσα στο κυρίως κτήριο και τον ψηλό, εξωτερικό, τοίχο. Λέγεται πως στα «Δυο Στενά» γίνονταν συχνά οι εκβιασμοί και τα καθαρίσματα, οι τραυματισμοί και οι φόνοι.
Το όργανο του εγκλήματος
Ο Αντωνίτσης σκότωσε τον Σακαφλιά με το χερούλι, την ουρά, ενός τηγανιού. Η ουρά του τηγανιού υπήρξε ένα τρομερό παραδοσιακό όπλο της φυλακής. Έπαιρναν το τηγάνι, έκοβαν τα τρία πριτσίνια που στερέωναν την ουρά και στη συνέχεια την ακόνιζαν στις πλάκες της φυλακής, μέχρι να γίνει τόσο κοφτερή όπως το ξυράφι. Το έγκλημα, απ’ ότι φαίνεται, προσχεδιάστηκε καλά. Κάποιος πλησίασε από την αυλή και φώναξε τον Σακαφλιά δήθεν για να του πει κάτι. Ο Σακαφλιάς πήγε στο παράθυρο κι έσκυψε για να δει, γιατί ο τοίχος ήταν πολύ χοντρός και το παράθυρο βρισκόταν σε βαθούλωμα. Καθώς ήταν σκυμμένος, ο Αντωνίτσης χωρίς να γίνει αντιληπτός από τον ίδιο το Σακαφλιά τον πλησίασε από πίσω και του κάρφωσε την ουρά στην πλάτη. Η ουρά διαπέρασε το σώμα του Σακαφλιά και βγήκε από το στήθος του. Ο Αντωνίτσης, όταν γέρος πια γύρισε στον Πειραιά -σύμφωνα με τον Πετρόπουλο- ήταν απομονωμένος και περιφρονημένος από όλους. Λέγεται πως αυτοκτόνησε πηδώντας μπροστά σ’ ένα τρένο των ΣΠΑΠ.