Ο Χρήστος: Και η Συνάντηση με την Παναγία στον Πόλεμο της Κορέας
Υπάρχουν στιγμές που ακόμα και οι πιο δύσπιστες ψυχές αγγίζονται από το φως. Ακόμα και εκείνοι που αρνούνται την πίστη, που πεισματικά προσκολλώνται στη δύναμη της ύλης και της λογικής, μπορούν να βιώσουν θαύματα.
Η ιστορία του Χρήστου, ανθυπασπιστή στο τάγμα της Κορέας, αποτελεί ζωντανή απόδειξη της παρουσίας της Θείας Πρόνοιας και της προστασίας της Παναγίας, ακόμα και στα πιο ακραία περιβάλλοντα.
Υπάρχουν ψυχές που πορεύονται μέσα στον κόσμο αρνούμενες το φως. Ψυχές πεισματικά προσκολλημένες στη δύναμη της ύλης και της λογικής. Ψυχές που δεν προσεύχονται, δεν ελπίζουν, δεν πιστεύουν.
Κι όμως, η Θεία Πρόνοια δεν τις εγκαταλείπει. Τις περιμένει. Τις παρακολουθεί με άφατη υπομονή, ώσπου να έρθει η στιγμή της επίσκεψης. Μια τέτοια περίπτωση ήταν ο Χρήστος.
«Ήμουν ανθυπασπιστής στο τάγμα της Κορέας. Δεν πίστευα πουθενά, παρά μόνο στη δύναμη των βαρέων όπλων που κατεύθυνα. Επιπλέον, ήμουν αδιόρθωτα βλάσφημος. Όλες οι βλασφημίες μου συγκεντρώνονταν στην Παναγία. Όσοι με άκουγαν ανατρίχιαζαν∙ οι φαντάροι μου έκαναν τον σταυρό τους για να μην τους βρει κακό. Οι ανώτεροί μου με παρατηρούσαν συνεχώς και με τιμωρούσαν συχνά.
Ώσπου, μια νύχτα, έζησα ένα ολοφάνερο θαύμα.
Ξημέρωνε η 7η Απριλίου 1951. Με τη διμοιρία μου είχαμε καταλάβει μια πλαγιά σε ύψωμα κοντά στον 38ο παράλληλο. Μέχρι τα ξημερώματα έμεινα άγρυπνος στο όρυγμά μου, μαζί με τον στρατιώτη Σταύρο Αδαμάκο.
Όταν ρόδιζε η αυγή και δεν υπήρχε πλέον φόβος αιφνιδιασμού, αποκοιμήθηκα. Τότε είδα ένα όνειρο που με συντάραξε.
Μια γυναίκα, ντυμένη στα μαύρα, με αγνή ομορφιά και γλυκύτατη φωνή, με πλησίασε και ακούμπησε το χέρι της στον ώμο μου.
— Θέλεις να βρίσκομαι κοντά σου, Χρήστο;
Ένιωσα τότε μια βαθιά αγαλλίαση.
— Και ποια είσαι εσύ; τη ρώτησα.
Εκείνη άλλαξε έκφραση και με παρατήρησε αυστηρά.
— Γιατί, Χρήστο, διαρκώς με βρίζεις;
— Πρώτη φορά σε βλέπω! διαμαρτυρήθηκα. Πώς είναι δυνατόν να βρίζω μια άγνωστη;
— Ναι, Χρήστο, με βρίζεις, επέμεινε με αυστηρότητα. Εγώ όμως είμαι πάντα κοντά σου και σε όλους τους στρατιώτες του τάγματος. Γιατί δεν πηγαίνετε στο Πουσάν, να ανάψετε κεριά στ’ αδέλφια σας που έχουν ταφεί εκεί;
Με αυτά τα λόγια ξύπνησα τρομαγμένος. Ο Σταύρος δίπλα μου με κοίταζε σαστισμένος.
— Κύριε ανθυπασπιστά, κάτι έχετε, μου είπε. Βογγούσατε και παραμιλούσατε στον ύπνο σας.
Του διηγήθηκα το όνειρό μου, και καταλήξαμε πως ήταν απλώς αποτέλεσμα κόπωσης και των συζητήσεων γύρω από τους νεκρούς του Πουσάν.
Ενώ όμως λέγαμε αυτά, ξαναβλέπω τη γυναίκα του ονείρου μου μπροστά μου!
— Αδαμάκο! φώναξα. Η γυναίκα… αυτή… τη βλέπεις;
Εκείνος προσπαθούσε να με καθησυχάσει, μα εγώ δεν μπορούσα να ησυχάσω. Η μαυροφορεμένη γυναίκα με την αγνή ομορφιά και τη γλυκύτατη φωνή στεκόταν κοντά μου και μου είπε:
— Μη φοβάσαι… Μη φοβάσαι, παιδί μου. Είμαι η Παναγία. Σας προστατεύω όλους, παντού και πάντοτε. Αλλά θέλω από σένα να μην με βρίσεις ποτέ ξανά, ούτε στις δυσκολότερες στιγμές της ζωής σου.
Πέφτω τότε ταραγμένος να φιλήσω τα πόδια της. Μα εκείνη είχε γίνει άφαντη. Έκλαψα τότε από τα βάθη της καρδιάς μου, ένα κλάμα ανακούφισης και χαράς… εγώ, που δεν είχα κλάψει ποτέ στη ζωή μου.»
