«ΝΑΧΤΛΑΝΤ»: Κριτική Παράστασης
Το greekaffair.gr παρακολούθησε την παράσταση «ΝΑΧΤΛΑΝΤ» και σας μεταφέρει τις εντυπώσεις του μέσα από αυτήν την ανασκόπηση.
«Nachtland» του Marius von Mayenburg σε σκηνοθεσία του Νικορέστη Χανιωτάκη.
Κριτική Παράστασης: Ιωάννης Αρμυριώτης & Σωτήρης Σουλούκος
Τα Αθηναϊκά Θέατρα παρουσιάζουν για πρώτη φορά στην Ελλάδα το νέο έργο του καταξιωμένου Γερμανού θεατρικού συγγραφέα και δραματουργού, Marius von Mayenburg, με τίτλο «Nachtland». Η παράσταση ανεβαίνει στη σκηνή του Θεάτρου Αποθήκη σε σκηνοθεσία του Νικορέστη Χανιωτάκη.
Πρωταγωνιστούν οι Πέγκυ Τρικαλιώτη, Κάτια Γκουλιώνη, Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη, Γιάννης Στεφόπουλος και Σπύρος Σταμούλης.
Υπόθεση έργου – παράστασης
Σήμερα, κάπου στην Γερμανία. Δύο αδέρφια, η Νίκολα κι ο Φιλίπ τσακώνονται καθώς καθαρίζουν το σπίτι του νεκρού πατέρα τους. Μόλις βρίσκουν έναν παλιό πίνακα στη σοφίτα με την υπογραφή του καλλιτέχνη «Α. Χίτλερ» (!) τα πράγματα ζορίζουν… Η Νίκολα θέλει να τον πουλήσει, ο Φιλίπ θέλει να τον κρατήσει κι η σύζυγός του, Τζούντιθ, θέλει να τον κάψει. Η κατάσταση δεν θα αργήσει να βγει εκτός ελέγχου…
Το έργο
Ο Marius von Mayenburg, ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Ευρωπαίους δημιουργούς, αποτελεί σταθερό συνεργάτη της περίφημης Schaubühne στο Βερολίνο. Τα έργα του ανεβαίνουν με επιτυχία σε πολλές χώρες, ενώ το ελληνικό κοινό έχει ήδη γνωρίσει τη γραφή του μέσα από έργα όπως «Ο Άσχημος», «Η νύχτα, ο σκύλος και το μαχαίρι» και «Ο Μάρτυρας».
Με το «Nachtland», ο Mayenburg επιστρέφει με μια αιχμηρή κοινωνική σάτιρα που αγγίζει καίρια ζητήματα της εποχής μας. Το έργο εξερευνά με έντονο, κριτικό τρόπο τις σύγχρονες ερωτικές και οικογενειακές σχέσεις, τη δύναμη του χρήματος, την τέχνη, αλλά και τον φασισμό και την άνοδο της νέας δεξιάς. Μέσα από έναν δυναμικό και πολλές φορές ωμό διάλογο, το έργο αποκαλύπτει τις κρυφές προκαταλήψεις και τις βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις που υπάρχουν στο υποσυνείδητό μας.
Ο τίτλος του έργου, «Nachtland», είναι μια επινοημένη γερμανική λέξη που σημαίνει «ο τόπος του αιώνιου σκότους», αποτυπώνοντας έτσι τον ζοφερό και σκληρό προβληματισμό που αναπτύσσεται στη σκηνή.
Κριτική Παράστασης: «ΝΑΧΤΛΑΝΤ» στο Θέατρο Αποθήκη.
Το έργο αποτελεί μια καυστική σάτιρα που εξετάζει τις σύγχρονες σχέσεις, την επιρροή του χρήματος, την τέχνη, τον φασισμό και την άνοδο της νέας δεξιάς.
Σκηνοθεσία και ερμηνείες
Η σκηνοθετική προσέγγιση του Νικορέστη Χανιωτάκη αναδεικνύει με ευστοχία την πολυπλοκότητα των χαρακτήρων και των θεμάτων του έργου. Οι ερμηνείες των ηθοποιών, όπως της Πέγκυς Τρικαλιώτη και της Κάτιας Γκουλιώνη, αποδίδουν με ένταση και βάθος τις αντιφάσεις και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι χαρακτήρες τους.
H Πέγκυ Τρικαλιώτη ερμηνεύει την εβραϊκής καταγωγής Τζούντιθ με ιδιαίτερη ένταση και βάθος, αποδίδοντας πειστικά τη συναισθηματική φόρτιση και το εσωτερικό αδιέξοδο του χαρακτήρα της. Με κάθε της κίνηση και λέξη, καταφέρνει να μεταφέρει το βάρος της μνήμης και του τραύματος που την καθορίζουν, δημιουργώντας μια ηρωίδα εύθραυστη αλλά ταυτόχρονα συγκροτημένη, σε μια προσπάθεια να κρατηθεί όρθια μέσα στην οικογενειακή καταιγίδα. Ο χαρακτήρας λειτουργεί σαν ένας ζωντανός σύνδεσμος με το παρελθόν, αναγκάζοντας τον σύζυγο της να έρθει αντιμέτωπος με τις συνέπειες των πράξεών του γερμανικού έθνους. Ενσαρκώνει την ιστορική μνήμη, την ενοχή, αλλά και τη διαρκή παρουσία του παρελθόντος στην καθημερινή ζωή. Η ύπαρξή της είναι καθοριστική για την αφήγηση, καθώς υπενθυμίζει ότι η ιστορία δεν ξεχνιέται, αλλά επιστρέφει πάντα με κάποιο τρόπο για να μας στοιχειώσει ή να μας διδάξει.
Η Κάτια Γκουλιώνη παρουσιάζει μια Νίκολα επιβλητική, με έντονη προσωπικότητα και αυστηρό παρουσιαστικό, κάτι που ενισχύεται και από το ανδρόγυνο στυλ της. Κάτω όμως από την επιφάνεια αυτής της δυναμικής φιγούρας, αφήνει να διαφανεί σταδιακά το εσωτερικό της ρήγμα, η σύγκρουση με τα οικογενειακά φαντάσματα και τις προσωπικές της ευθύνες. Χωρίς περιττούς συναισθηματισμούς, αλλά με μία υπόγεια ένταση, η Γκουλιώνη αποτυπώνει τη σύγκρουση μιας γυναίκας που προσπαθεί να επιβληθεί, ενώ ταυτόχρονα παλεύει με τις ενοχές της. Η δυναμική αυτού του χαρακτήρα είναι κομβική για τη σύγκρουση που αναπτύσσεται στην παράσταση. Ο χαρακτήρας αυτός θέτει δύσκολες ερωτήσεις, αμφισβητεί τα κίνητρα και τις αποφάσεις του, προσφέροντας στο έργο μια έντονη αίσθηση αντιπαράθεσης ανάμεσα στο καλό και το κακό, το παρελθόν και το παρόν.
Στον ρόλο του συζύγου της Τζούντιθ, ο Γιάννης Στεφόπουλος ξεχωρίζει για την ψυχρή και υπολογιστική του παρουσία. Υποδύεται τον άνδρα που λειτουργεί με κυνισμό και συμφέρον, χωρίς να επιτρέπει ούτε στιγμή στον εαυτό του να δείξει αδυναμία ή ευαισθησία. Με απόλυτη αυτοκυριαρχία, χτίζει έναν χαρακτήρα που παραμένει αδιάφορος απέναντι στην ένταση γύρω του, αφήνοντας να φανεί η βαθιά διάβρωση των οικογενειακών δεσμών. Ο χαρακτήρας αυτός αποτελεί το επίκεντρο της αφήγησης, βιώνοντας μια εσωτερική σύγκρουση ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, την ενοχή και τη συμφιλίωση. Η διαδρομή του μέσα στο έργο είναι μια διαρκής πάλη με τη συνείδησή του, καθώς προσπαθεί να κατανοήσει το βάρος της ιστορικής κληρονομιάς που κουβαλά. Το σκοτάδι του παρελθόντος τον ακολουθεί, καθορίζοντας τις επιλογές του, ενώ ταυτόχρονα βρίσκεται σε μια διαρκή αναζήτηση εξιλέωσης. Ο χαρακτήρας αυτός αντιπροσωπεύει τον σύγχρονο άνθρωπο που έρχεται αντιμέτωπος με τα λάθη του, αλλά και με τις σκιές της ιστορίας που δεν μπορεί να αγνοήσει.
Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στη Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη, η οποία αποδίδει με ψυχρότητα και ακριβολόγο ευγένεια την εκτιμήτρια έργων τέχνης, μια φιγούρα που κρύβει πίσω από τον επαγγελματισμό της μια σκοτεινή ιδεολογική στάση. Χωρίς να υψώνει ποτέ τον τόνο της φωνής, με βλέμμα και διακριτικές κινήσεις, καταφέρνει να περάσει το ανατριχιαστικό βάθος της ηρωίδας της. Στον δεύτερο ρόλο της, ως Λουίζ, η Ανδρεαδάκη εμφανίζεται λιτή αλλά απολύτως ουσιαστική, δίνοντας με μία μόνο σκηνή μια αίσθηση κορύφωσης και λύσης στην ένταση που προηγήθηκε.
Αντίβαρο σε αυτή τη σκοτεινή ατμόσφαιρα αποτελεί ο Σπύρος Σταμούλης, ο οποίος φέρνει στη σκηνή μια αναγκαία δόση ζωντάνιας και αμφισημίας. Με άνεση κινείται ανάμεσα στον ρόλο του Φαμπιάν και εκείνον του εκκεντρικού αγοραστή, προσδίδοντας μια σχεδόν παιγνιώδη διάσταση, που όμως δεν στερείται απειλητικών υπονοουμένων. Η παρουσία του γεμίζει τη σκηνή, προσφέροντας ρυθμό και εναλλαγές, ενώ η ερμηνεία του διατηρεί μια διακριτική ειρωνεία, που σχολιάζει και ταυτόχρονα υπονομεύει τις σταθερές ισορροπίες του έργου.
Ο καθένας τους αντιπροσωπεύει διαφορετικές όψεις της ανθρώπινης συνείδησης, της ιστορικής μνήμης και των ηθικών συγκρούσεων, δημιουργώντας ένα ψυχολογικά φορτισμένο σκηνικό όπου η ιστορία και το παρόν συγκρούονται.
Κάθε χαρακτήρας ενσαρκώνει διαφορετικές πτυχές της ανθρώπινης φύσης, συμβάλλοντας στη δημιουργία ενός πυκνού και πολυεπίπεδου θεατρικού έργου που δεν αφήνει τον θεατή αδιάφορο.
Σκηνικά και ατμόσφαιρα
Τα σκηνικά και η ατμόσφαιρα της παράστασης δημιουργούν ένα περιβάλλον που ενισχύει την αίσθηση του «τόπου του αιώνιου σκότους», όπως υποδηλώνει και ο τίτλος του έργου. Η χρήση φωτισμού και ήχου συμβάλλει στην ανάδειξη των θεματικών του έργου, προσφέροντας μια ολοκληρωμένη θεατρική εμπειρία.
Το σκηνικό της παράστασης είναι απλό, αλλά εξαιρετικά λειτουργικό και γεμάτο νοήματα. Στο κέντρο του δεσπόζει ένας μεγάλος πίνακας, ο οποίος δεν είναι απλώς ένα διακοσμητικό στοιχείο, αλλά ο καμβάς πάνω στον οποίο διαδραματίζεται το έργο.
Μπροστά από αυτόν τον πίνακα, ξεδιπλώνονται όλες οι αντιπαραθέσεις, τα ηθικά διλήμματα και οι πολιτικές συζητήσεις. Μάλιστα, ένας πίνακας σε μικρογραφία αποτελεί τον καταλύτης της δράσης. Είναι η αιτία μιας λεκτικής σύγκρουσης, και ταυτόχρονα το αντικείμενο που ενσαρκώνει τη σύγκρουση δύο κόσμων – των Γερμανών και των Εβραίων. Η σκηνογραφία λειτουργεί σαν ένας μικρόκοσμος της ίδιας της ιστορίας: μια οικογένεια που παλεύει με το παρελθόν της, όπως ακριβώς παλεύουν και ολόκληροι λαοί με την ιστορική τους μνήμη. Οι χαρακτήρες στέκονται μπροστά από αυτό το έργο τέχνης, που είναι ταυτόχρονα ένα σύμβολο πολιτικής και ηθικής διαμάχης, σαν να στέκονται μπροστά από την ίδια την ιστορία, καλούμενοι να πάρουν θέση απέναντί της.
Η απλότητα του σκηνικού δεν μειώνει τη δυναμική του, αλλά αντίθετα, την ενισχύει. Ο χώρος είναι λιτός, αφήνοντας χώρο στους διαλόγους και τις ερμηνείες να αναδείξουν το βάρος των θεμάτων που θίγονται. Το βλέμμα του θεατή εστιάζει στα πρόσωπα, στις αντιδράσεις, στις εντάσεις που δημιουργούνται. Ο πίνακας, σαν ένας αμίλητος μάρτυρας των γεγονότων, μένει πάντα εκεί, υπενθυμίζοντας ότι η ιστορία δεν εξαφανίζεται – απλώς περιμένει να δούμε πώς θα την αντιμετωπίσουμε.
Η ιστορία, οι τραγικές επαναλήψεις της και το μάθημα που δεν διδάχθηκε
Η σκιά του Χίτλερ, των εγκλημάτων του και της εξόντωσης εκατομμυρίων Εβραίων συνεχίζει να βαραίνει την ιστορική συνείδηση της ανθρωπότητας. Η συζήτηση γύρω από το Ολοκαύτωμα, τη ναζιστική ιδεολογία και τις φρικαλεότητες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν έχει μόνο ιστορική αξία, καθώς συνδέεται τρομακτικά με την επικαιρότητα. Τα γεγονότα εκείνης της περιόδου έπρεπε να έχουν λειτουργήσει ως μια προειδοποίηση, ένα παγκόσμιο μάθημα που θα μας απέτρεπε από την επανάληψη παρόμοιων φαινομένων.
Κι όμως, σήμερα βλέπουμε τις εικόνες του πολέμου, της καταπίεσης και της βίας να επανέρχονται στην επικαιρότητα μέσα από τη συνεχιζόμενη σύγκρουση Ισραήλ – Παλαιστίνης. Πώς είναι δυνατόν η ανθρωπότητα, έχοντας βιώσει τη φρίκη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, να επιτρέπει ακόμα τέτοια επίπεδα βίας και καταπίεσης; Πόσο διαφορετικές – ή ίσως τραγικά όμοιες – είναι οι δυναμικές του σήμερα με τις συνθήκες που οδήγησαν στα γεγονότα του χθες; Το μεγάλο ερώτημα είναι αν ο κόσμος έχει πραγματικά μάθει από τα λάθη του παρελθόντος ή αν είναι καταδικασμένος να τα επαναλαμβάνει, έστω με διαφορετικούς πρωταγωνιστές και σε νέα πεδία μάχης.
Χίτλερ: πολιτικός τύραννος ή καλλιτεχνικό μυαλό;
Ο Αδόλφος Χίτλερ, πριν γίνει ένας από τους πιο μισητούς ηγέτες στην ιστορία, ήταν ένας νεαρός άνδρας που ονειρευόταν να γίνει ζωγράφος. Οι πίνακές του, κυρίως ακουαρέλες και αρχιτεκτονικά τοπία, απορρίφθηκαν από την Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βιέννης, οδηγώντας τον σε μια πορεία που κατέληξε στην πολιτική και, τελικά, στη φρίκη του ναζισμού.
Μπορεί, όμως, κάποιος που ευθύνεται για εκατομμύρια θανάτους να θεωρηθεί καλλιτέχνης; Η τέχνη είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την ανθρώπινη έκφραση, με τη δημιουργία, με την ευαισθησία. Μπορεί ένα χέρι που έχει προκαλέσει τόσο κακό να έχει δημιουργήσει κάτι με καλλιτεχνική αξία; Ή μήπως η τέχνη του καταστρέφεται από την ίδια τη φύση του δημιουργού της; Αυτά τα ερωτήματα είναι που φέρνουν τους ανθρώπους – και στην περίπτωση του «Nachtland», μια ολόκληρη οικογένεια – σε λεκτικές διαμάχες και ηθικά διλήμματα.
Όταν η ιστορία μπαίνει στο σπίτι μιας οικογένειας
Μια οικογένεια Γερμανών – δύο αδέρφια – και μια Εβραία – η σύζυγος – βρίσκονται σε μια λεκτική αντιπαράθεση, με αφορμή έναν πίνακα. Όχι οποιονδήποτε πίνακα, αλλά έναν που έχει φιλοτεχνηθεί από τον ίδιο τον Χίτλερ. Η ύπαρξή του μέσα στο σπίτι γίνεται αιτία συγκρούσεων, φέρνοντας στην επιφάνεια ερωτήματα για τη σχέση της σύγχρονης κοινωνίας με το σκοτεινό της παρελθόν.
Είναι άραγε δυνατόν να ξεχωρίσουμε ένα έργο τέχνης από τον δημιουργό του; Μπορούμε να αποδεχτούμε την καλλιτεχνική του αξία ανεξαρτήτως του ιστορικού βάρους που φέρει; Ή μήπως η ίδια η ύπαρξη αυτού του πίνακα, η οικονομική του αξία και η αναγνώριση του δημιουργού του, αποτελούν μια έμμεση αποδοχή της φρίκης που αντιπροσώπευε;
Το έργο δεν είναι μόνο μια οικογενειακή διαμάχη. Είναι ένα ευρύτερο σχόλιο πάνω στην ευθύνη που έχουμε απέναντι στην ιστορία. Ένα σχόλιο για το πώς επιλέγουμε να θυμόμαστε, να ξεχνάμε, να συγχωρούμε ή να απορρίπτουμε. Και το κυριότερο, για το πόσο εύκολο – ή δύσκολο – είναι να δεχτεί κάποιος κάτι που φτιάχτηκε από τα χέρια ενός δολοφόνου.
Το «Νάχτλαντ» θίγει με τόλμη ζητήματα που αφορούν την κοινωνία μας σήμερα, προκαλώντας τον θεατή να αναλογιστεί τις δικές του αντιλήψεις και προκαταλήψεις. Η παράσταση καταφέρνει να συνδυάσει το χιούμορ με τον προβληματισμό, προσφέροντας μια εμπειρία που είναι ταυτόχρονα διασκεδαστική αλλά και στοχαστική.
Η παράσταση «Νάχτλαντ» στο Θέατρο Αποθήκη αποτελεί μια ενδιαφέρουσα θεατρική πρόταση, προσφέροντας στο κοινό την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με το σύγχρονο ευρωπαϊκό θέατρο και να προβληματιστεί πάνω σε θέματα που παραμένουν ακόμα και σήμερα επίκαιρα, αλλά και συνδυάζοντας δυνατές ερμηνείες, καυστικό χιούμορ και επίκαιρα κοινωνικά μηνύματα.
Εισιτήρια: ΕΔΩ
Αυτή η κριτική στοχεύει να προβάλει τις κεντρικές αρετές της παράστασης και να ενθαρρύνει τους αναγνώστες να βιώσουν την εμπειρία από κοντά καθώς και να δείξει τις αδυναμίες αυτής.
Συντελεστές
Μετάφραση-Σκηνοθεσία-Φωτισμοί: Νικορέστης Χανιωτάκης
Σκηνικά-Κοστούμια: Πάρις Μέξης
Πρωτότυπη Μουσική: Ανδρέας Κατσιγιάννης
Βοηθός σκηνοθέτη: Χρυσάνθη Παπαλεβέντη
Φωτογραφίες παράστασης – Trailer: Πάτροκλος Σκαφίδας
Διεύθυνση Επικοινωνίας: Ελίνα Λαζαρίδου
Τμήμα Επικοινωνίας: Ειρήνη Τσίκα
SocialMedia: Μαργαρίτα Μαρμαρά
Παραγωγή: Αθηναϊκά Θέατρα
Πρωταγωνιστούν: Πέγκυ Τρικαλιώτη, Κάτια Γκουλιώνη, Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη, Γιάννης Στεφόπουλος, Σπύρος Σταμούλης.