Εμμέλεια, Νόνα, Ανθούσα: οι άγιες μητέρες των Τριών Ιεραρχών
«Πίσω από τους μεγάλους άνδρες, υπάρχουν μεγάλες γυναίκες». Αυτό ισχύει και για τους Τρεις Ιεράρχες. Οι μεγάλες γυναίκες ήταν οι Άγιες μητέρες τους.
Γράφει για το Greekaffair Θεολόγος Γιώργος Φουκαδάκης
Ο Άγιος Παΐσιος είχε πει ότι η ευχή των γονέων αποτελεί τη «μεγαλύτερη κληρονομιά για τα παιδιά», η ευχή όμως της μάνας είναι «άλλο πράγμα» και είναι η «βάση» για τα πάντα!
Εμμέλεια, η μητέρα του Μεγάλου Βασιλείου
Ο Μέγας Βασίλειος γεννήθηκε το 329/330 μ.Χ. στη Νεοκαισάρεια της Καππαδοκίας,
στο πιο ωραίο μέρος του Πόντου, από τον Βασίλειο και την Εμμέλεια. Ο πατέρας του
ήταν γιος της Μακρίνας και κανένας δεν τον ξεπερνούσε στην αρετή (παρά μόνο
αργότερα ο έχων το ίδιο όνομα γιος του).
Η μητέρα του Εμμέλεια χαρακτηριζόταν από σωματικά και ηθικά χαρίσματα. Από
εκείνη έλαβε την «έννοιαν περί Θεού». Καταγόταν από την Καισάρεια της
Καππαδοκίας, από «γένος ένδοξο και αρχοντικό». Η λαμπρή καταγωγή της δεν την
επηρέασε στο να αγωνίζεται ταπεινά και να ζει σύμφωνα με το θέλημα του Θεού.
Έλαβε για άντρα της τον Βασίλειο, άνθρωπο με κάλλος ψυχής, με τον οποίο
απέκτησε εννιά παιδιά.
Η Εμμέλεια υπήρξε «πολύτεκνος αλλά και καλλίτεκνος».
Τα τέσσερα αγόρια της: Βασίλειος, Ναυκράτιος, Γρηγόριος και Πέτρος αφιερώθηκαν
στην Εκκλησία και οι τρεις ανεδείχθησαν επίσκοποι, ενώ ο ένας παρέμεινε μοναχός.
Από τα τέσσερα κορίτσια μεγαλύτερη ήταν η ευσεβής Μακρίνα. Όλα τα παιδιά
έμαθαν από τη μητέρα τους να ασκούν τη φιλανθρωπία, καθώς η ίδια ήταν
φιλάνθρωπη. Όσο μαραινόταν με τα χρόνια η εξωτερική της ομορφιά, τόσο έλαμπε το
εσωτερικό κάλλος της. Κοιμήθηκε το 370 μ.Χ. Ο γιος της Βασίλειος της είχε μεγάλη
αδυναμία. Έγραψε στον Ευσέβιο: «Η μητέρα μου έφυγε από κοντά μου, από τον
κόσμο». Δεν μπορούσε να λησμονήσει την υπέροχη ψυχή της και ήταν
απαρηγόρητος. Δεν έβρισκε κανένα ανθρώπινο πρόσωπο αντάξιό της.
Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, συμφοιτητής και φίλος του Μεγάλου Βασιλείου, έγραψε
για την Εμμέλεια: «Η Εμμέλεια απέθανε. Ποιος το είπε;
Αυτή βεβαίως τόσων και τέτοιων παιδιών προσέφερε φως εις την ζωήν με τα καλά και τα πολλά παιδιά, ιδού μοναδική μεταξύ των ανθρώπων. Τρεις είναι ιερείς και πολύ ένδοξοι. Είναι τόσο μεγάλη ρίζα. Αυτό είναι το ιερόν βραβείον της ευσέβειάς σου. Ω ευγενέστατη όλων, η τιμή των πολλών παιδιών σου, δια τα οποία ένα πόθο είχες»!
Νόννα, η μητέρα του Γρηγορίου του Θεολόγου
Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος ή Ναζιανζηνός γεννήθηκε το 328 στην Αριανζό, κοντά στη
Ναζιανζό της Καππαδοκίας, από τον Γρηγόριο και τη Νόννα.
Γονείς της μητέρας του Νόννας ήταν ο Φιλτάτιος και η Γοργονία, άνθρωποι ευσεβείς
και ενάρετοι, με καταγωγή από ένδοξες και εύπορες οικογένειες. Η μητέρα του
διακρινόταν για την πίστη και τη σεμνότητά της. «Βλαστὸς ἐκ ρίζης ἱερὴς καὶ
εὐσεβοῦς», τη χαρακτηρίζει ο γιος της Γρηγόριος.
Έλαβε σύζυγό της τον συντοπίτη της Γρηγόριο, σπουδαίο νομικό και σώφρονα, αλλά
σε πλάνη ως προς την πίστη του. Η Νόννα με θερμή προσευχή και δάκρυα κατάφερε
να μεταστρέψει τον σύζυγό της ο οποίος στη συνέχεια έγινε ιερέας και Επίσκοπος
στην πατρίδα του. Τα χρόνια όμως περνούσαν χωρίς να μπορούν να αποκτήσουν
παιδιά. Τελικά, σε προχωρημένη ηλικία γεννά τρία παιδιά: τον Γρηγόριο, τη
Γοργονία και το Καισάριο. Τον πρώτο, τον Γρηγόριο τον προσφέρει «δώρο στον
Θεό». Τον διαπαιδαγωγεί με τα νάματα της Γραφής, το ενάρετο παράδειγμα της και
την αγάπη της. Έλεγε ο Γρηγόριος για τη μητέρα του: «Άλλη φημίζεται για κόπους
της μέσα στο σπίτι, άλλη για την ομορφιά και τη φρονιμάδα της, άλλη για έργα
ευσεβείας ή για ασθένειες στο σώμα, για δάκρυα, προσευχές, περίθαλψη πτωχών. Η
Νόννα καλοτυχίζεται για όλα. Ήταν φιλόπτωχος και ελεήμων, όπως και ο σύζυγός
της. Είχαν κοινό ταμείο για τα έργα της αγάπης. Με τα αγαθά έργα τους αγωνίζονταν
για να κληρονομήσουν την επουράνιο Βασιλεία».
Ανθούσα, η μητέρα του Ιωάννου του Χρυσοστόμου
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος γεννήθηκε ανάμεσα στο 344 και το 354 στην
Αντιόχεια της Συρίας, από τον Σεκούνδο και την Ανθούσα.
Η Ανθούσα, η μητέρα του Ιωάννη, χαρακτηριζόταν από πίστη και αγάπη στον Θεό.
Καταγόταν από πλούσια και ευγενή οικογένεια της Αντιόχειας. Από νωρίς γνώρισε
τον Ιησού και ζούσε ενάρετη ζωή. Έλαβε ως σύζυγό της τον Σεκούνδο, πιστό μέλος
της Εκκλησίας, άρχοντα και διοικητή των στρατιωτών της Συρίας.
Αλλά ο Σεκούνδος πέθανε αιφνίδια. Η Ανθούσα δέχτηκε μεγάλο πόνο, καθώς αυτό συνέβη λίγο χρόνο
μετά τη γέννηση του γιου της Ιωάννη και ενώ ήταν σε ηλικία 20 ετών. Αποφάσισε να
μείνει χήρα και να αφιερωθεί στην ανατροφή του γιου της Ιωάννη. Έλεγε αργότερα:
«Με τη βοήθεια του Θεού κατόρθωνα να υπομένω». Ο μεγάλος διδάσκαλος της
ρητορικής Λιβάνιος θαύμασε όταν έμαθε για τη μητέρα του Ιωάννη και είπε:
«Αλήθεια! Τι γυναίκες υπάρχουν μεταξύ των Χριστιανών!». «Γινόταν για μένα η
προστατευτική φτερούγα για τη σωτηρία μου», έγραφε αργότερα ο Ιωάννης για τη
μητέρα του. Έλαβε από αυτήν όχι μόνο «το ζην» αλλά το «ευ ζην».
Όταν το 370 μ.Χ. βαπτίστηκε ο Ιωάννης, η χαρά της μητέρας του Ανθούσας ήταν
μεγάλη. Θέλησε να ακολουθήσει τον μοναχικό βίο.
Η μητέρα του προσπαθεί προς το παρόν να τον αποτρέψει: «όταν λοιπόν με παραδώσεις στη γη, τότε πήγαινε όπου θέλεις. Σε ικετεύω μη με παραδώσεις σε δεύτερη χηρεία… Κάμε λοιπόν υπομονή,
παιδί μου». Πράγματι δυο χρόνια μετά, όπως το είχε πει στον Ιωάννη,
κοιμήθηκε σε ηλικία σαράντα τριών ετών. Ο Ιωάννης μετά τον θάνατο της μητέρας
του μοίρασε στους φτωχούς όλη του την περιουσία και αναχώρησε στην έρημο.