Πάντοτε να προσπαθούμε να κάνουμε το καλό, χωρίς να περιμένουμε ανταπόδοση.
Ο διάβολος πάει και κεντάει τον άνθρωπο, ώστε να μας φερθεί άσχημα και να αγανακτήσουμε, οπότε χάνουμε το καλό.
Δεν φταίει ο άνθρωπος, ο διάβολος κεντάει τον άνθρωπο, για να μας κάνει να τα χάσουμε όλα.
Όταν κάνετε μια καλοσύνη, να αισθάνεστε πάντα πως ό,τι κάνετε έχετε υποχρέωση να το κάνετε και να είστε έτοιμοι να αντιμετωπίσετε πειρασμό, για να μη χάσετε το καλό που κάνατε, αλλά να το κερδίσετε όλο.
Κάνει π.χ. ένας μια ελεημοσύνη, χωρίς να έχει σκοπό να την φανερώσει. Μπαίνει ο πειρασμός στην μέση και βάζει άλλους να του πουν «εσύ ο φιλάργυρος, που δεν έκανες τίποτε κ.λπ., ο τάδε έκανε αυτό, ο τάδε εκείνο», για να τον αναγκάσει να πει και αυτός…
Ταπεινά «έκανα και εγώ κάτι μικρό, ένα νοσοκομείο» ή να τον αναγκάσει να αγανακτήσει και να πει «ποιος εγώ, που έκανα το αυτό και αυτό;» και να τα χάσει όλα, ή θα βάλει αυτόν που τον ευεργέτησε να του πει : «Αχάριστε, εκμεταλλευτή κ.λπ.», μέχρι να του απαντήσει : «Εγώ εκμεταλλευτής; Εγώ που σου έκανα εκείνη την καλοσύνη , εκείνη την ευεργεσία;». «βρε τον αχάριστο, θα πει μετά, δεν ήθελα να μου πει “ευχαριστώ”, αλλά τουλάχιστον να το είχε αναγνωρίσει ».
Όταν όμως κανείς περιμένει αναγνώριση, τα χάνει όλα.
Ενώ, αν κάνει έναν καλό λογισμό και πει «καλύτερα που ξέχασε την καλοσύνη που του έκανα» ή «μπορεί να ήταν στενοχωρημένος ή κουρασμένος, γι’ αυτό μίλησε έτσι», δικαιολογεί τον άλλον και δεν χάνει. Όταν δεν περιμένουμε ανταπόδοση, τότε έχουμε καθαρό μισθό. Ο Χριστός έκανε το παν για μας και εμείς Τον σταυρώσαμε. Τί ψάλλουμε;
«Αντί του μάννα χολήν».