Συνέντευξη Βασίλη Λέκκα : “Θεωρώ μεγάλη τύχη στη ζωή μου που βρέθηκα στη σκηνή ταυτόχρονα με τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Μάνο Χατζιδάκι”
Ο Βασίλης Λέκκας, ένας καλλιτέχνης ενθουσιώδης, δημιουργικός, μελωδικός, ανένταχτος σε ένα στείρο πολιτικό κατεστημένο που πολεμά με όλες του τις δυνάμεις- Εξομολογείτε στη συνέντευξη που παραχώρησε στον Δημοσιογράφο Κυριάκο Τσικορδάνο “Θεωρώ μεγάλη τύχη στη ζωή μου που βρέθηκα στη σκηνή ταυτόχρονα με τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Μάνο Χατζιδάκι”…. Ενώ ξεκινά να μιλά στην συνέντευξη μας και να θυμάται τις πρώτες ημέρες του στο τραγούδι και να φτάνει μέχρι και το σήμερα την κουβέντα μας.
Βασίλη θα ήθελα να ξεκινήσουμε τη συνέντευξη μας γυρίζοντας το χρόνο αρκετά χρόνια πίσω τότε που ζουσες ως παιδί τα χρόνια της αθωότητας και να μου πεις πού γεννήθηκες και πού έζησες τα πρώτα σου εφηβικά χρόνια;
Είμαι γεννημένος στο Άνω Μητρούσι Σερρών αλλά υπάρχει η εξής λεπτομέρεια. Επειδή έζησα μέχρι 7 χρονών στην Κουμαριά Σερρών νομίζουν οι φίλοι ότι έχω ζήσει και έχω γεννηθεί και στην Κουμαριά. Γεννήθηκα όμως στο χωριό της μητέρας μου στο Άνω Μητρούσι και όταν σαράντισα, φύγαμε και πήγαμε στο χωριό του πατέρα μου την Κουμπαριά Σερρών, όπου έμεινα εκεί μέχρι τα μέσα της δευτέρας τάξης δημοτικού σχολείου. Τα ερεθίσματα από εκεί, χωρίς να το καταλάβαινα τότε, είναι πολύ έντονα μέσα μου και τα κατέγραψα πολλές φορές στη συνέχεια της ζωής μου με τη μουσική χωρίς και ο ίδιος να συνειδητοποιώ από πού προέρχονται, σιγά σιγά ανακαλύπτω και ο ίδιος την καταγωγή μου, τα βιώματά μου και βεβαίως αυτό καμιά φορά βγαίνει και στην έκφρασή μου. Στη συνέχεια, μετά τη δευτέρα τάξη δημοτικού, βρεθήκαμε οικογενειακώς στη Θεσσαλονίκη. Έμεινα στη Θεσσαλονίκη περίπου 10 χρόνια, τελειώνοντας το σχολείο εκεί και πηγαίνοντας στο ενδιάμεσο στο διάστημα και σε μια μουσική σχολή. Από μόνος μου άρχισα να βρίσκω μουσικούς, να συναναστρέφομαι μαζί τους, να κάνουμε παρέες και να παίζουμε σε διάφορα μέρη. Άρχισα πολύ νωρίς να εμπιστεύομαι το ένστικτό μου, το μουσικό, το οποίο με οδήγησε σε πολύ μεγάλες και πολύ παράξενες πόρτες σε σχέση με την ηλικία μου. Στα πρώτα χρόνια της ενασχόλησής μου γνώρισα διάφορους μουσικούς και βγαίνοντας από τη σχολή βρέθηκα να τραγουδάω σε διάφορα στέκια όπως και σε ένα φοιτητικό στέκι που λεγόταν Χρυσό Φεγγάρι στη Θεσσαλονίκη το οποίο ήταν απέναντι από το τουρκικό προξενείο. Στα 14 μου όμως θυμάμαι μια σημαδιακή πρώτη φορά. Υπήρχε μια ταβέρνα, εάν θυμάμαι καλά λεγόταν Χαραυγή, που βρέθηκα πιτσιρικάς εκεί και με ανέβασαν να τραγουδήσω το «Επταπύργιο» και ξαφνικά βρέθηκα με τον Ζαμπέτα, ο οποίος είχε έρθει με ένα μουσικό σχήμα από την Αθήνα και κάπως έτσι άκουσε εμένα και ξεκίνησε η συνεργασία μας.
Να πούμε εδώ ότι είναι η πρώτη σου φορά με έναν μεγάλο καλλιτέχνη για εκείνη την εποχή
Με έναν τεράστιο καλλιτέχνη, με έναν Ζαμπέτα που εκείνη την εποχή είναι ένα ουράνιο τόξο.
Θεωρείς ότι έπαιξε σημαντικό ρόλο για σένα εκείνη την εποχή ο Γιώργος Ζαμπέτας;
Ήμουν σφουγγάρι. Όλες αυτές οι εμπειρίες μου φαντάζομαι λειτουργήσαν στο μέλλον. Σε έναν βαθμό διδάχτηκα πολύ παρακολουθώντας και μόνο, δεν μπορείς να κάνεις διάλογο, θυμάμαι ένα σχόλιο που μου έκανε ο Ζαμπέτας «Μικρέ μην ξενυχτάς γιατί δεν θα βγάλεις γένια». Ήμουν σε ένα σύμπαν δικό μου. Κάποια στιγμή για λόγους ηλικίας δεν μπορούσα να συνεχίσω να τραγουδάω σε μαγαζιά, με σταμάτησαν οι δικοί μου το 1974 όταν παρενέβη το τμήμα ηθών Θεσσαλονίκης, για να τραγουδώ έπρεπε να έχω συνοδεία των γονιών μου κάτι το οποίο δεν ήταν εφικτό. Το 1977 – ‘78 βρέθηκα με την Τζένη Βάνου αυτή τη φορά σε έναν τεράστιο χώρο, στη Νεράιδα Θεσσαλονίκης. Το μαγαζί αυτό είχε χτιστεί για να τραγουδήσει ο Καζαντζίδης, ο οποίος δεν πήγε ποτέ παρόλο που πολλές φορές έλεγε ότι θα πάει, του έταζαν διάφορα αλλά ο Καζαντζίδης δεν πήγε ποτέ. Βρέθηκα λοιπόν με το σχήμα αυτό με την Τζένη Βάνου, ήταν ο Βαγγέλης Σειληνός ο οποίος έκανε χορογραφίες και ήταν πολλοί καλλιτέχνες της pop ας πούμε μουσικής όπως ήταν ο Ιπποκράτης Εξαρχόπουλος από τους Νοστράδαμος, μεγάλα ονόματα εκείνης της εποχής. Εγώ τραγουδούσα αργά ένα ρεπερτόριο λαϊκό και θυμάμαι χαρακτηριστικά ένα τραγούδι, που μου άρεσε από πιτσιρίκας και το έλεγε ο Στράτος Παγιουμτζής, ήταν το «Μες στης Πεντέλης τα βουνά», για ποιον λόγο με επηρέασε εμένα αυτό το τραγούδι, με φόρτιζε, με συγκινούσε δεν μπορώ να το εξηγήσω, πάντως σήμερα ζω στην Πεντέλη κι αυτό είναι το παράδοξο. Στη συνέχεια, μετά την προτροπή ενός φίλου, βρέθηκα στην Αθήνα, ο φίλος μου ήταν μουσικός, θα κατεβαίναμε μαζί αλλά αυτός τελικά δεν ήρθε. Εγώ κατέβηκα και βρέθηκα να τραγουδάω στην Αθήνα με τον Γιάννη Φλωρινιώτη σε έναν χώρο που γινόταν κοσμοσυρροή και κάποια στιγμή ήρθε ο Χατζιδάκις. Με άκουσε να τραγουδάω και κάποια στιγμή μου είπε ιδιωτικά «Τραγουδάς πάρα πολύ ωραία, καλό θα είναι, ίσως είναι καλύτερα κάποιοι άλλοι χώροι για σένα ή ίσως να κάνεις κάποια άλλη δουλειά να σπουδάσεις μουσική».
Ποιον θωρείς μέντορα σου τον Μίκη Θεοδωράκη ή τον Μάνο Χατζιδάκι;
Θεωρώ μεγάλη τύχη στη ζωή μου που είχα απέναντί μου, μπροστά μου και τους δύο, τους έζησα ταυτόχρονα, βρέθηκα στη σκηνή ταυτόχρονα και όταν λέμε ταυτόχρονα εννοώ ότι Χατζιδάκις και Θεοδωράκης έκαναν συναυλίες κοινές, τραγουδούσαμε μαζί. Η ιστορία με τον Χατζιδάκι είναι ότι λέγοντάς μου όλα αυτά με επηρέασε, είχαμε κρατήσει μια επικοινωνία και μου είπε ο Μάνος κάποια στιγμή «θα σε χρειαστώ». Σταματάω κι εγώ τη νυχτερινή εργασία και μπαίνω σε μια τελείως διαφορετική φάση της ζωής μου. Μπορούσα μέχρι τότε να ζω άνετα γιατί εργαζόμουν κάθε βράδυ σε εκείνο το νυχτερινό μαγαζί αυτό, αλλά για κάποιο λόγο απέβαλα όλη αυτή την ιστορία, άφησα αυτό το μαγαζί και άρχισα να σκέφτομαι πού θα οδηγήσει όλη αυτή η διαδικασία εάν συνεχίσω σε κάτι που ενστικτωδώς ένιωσα ότι δεν μου ταιριάζει και σταμάτησα. Και έτσι ξεκίνησα να δουλεύω σε έναν μαραγκό, σε ένα επιπλοποιείο. Η προσπάθειά μου να επικοινωνήσω με τον Χατζιδάκι τότε ήταν άκαρπη. Προσπάθησα να τον βρω μια, δυο, τρεις, πέντε δεν τα κατάφερα. Συνέχισα να δουλεύω επιπλοποιείο και σκεφτόμουν τι μπορώ να κάνω στο μέλλον, ήμουν νέο παιδία και προσπαθούσα να βρω την άκρη, αλλά για κάποιο λόγο δεν ήθελα να ξαναπάω σε χώρους νυχτερινούς. Ώσπου κάποια στιγμή μου τηλεφωνεί ο Χατζιδάκις εκεί που εργαζόμουν βρήκε το τηλέφωνο από τη μητέρα μου από ό,τι μου είπε και μου λέει «τι κάνεις;» «Δουλεύω σε ένα επιπλοποιείο» του απαντάω, «και δεν δουλεύεις στον χώρο, στη νύχτα;» «Όχι» του λέω, «σταμάτησα». Του έκανε φοβερή εντύπωση και τότε μου λέει «Θέλω το βράδυ μόλις τελειώσεις να έρθεις να με δεις, θέλω να σου μιλήσω. Κάνω μια συναυλία, θα υπογράψεις ένα συμβόλαιο για δίσκο, υπάρχει ένας ρόλος για σένα». Προφανώς τον επηρέασε πάρα πολύ το γεγονός ότι άκουσα τη συμβουλή του και σταμάτησα από τα νυχτερινά μαγαζιά. Άκουγα όσα μου έλεγε και δεν τα πίστευα. Έτσι ξεκίνησε η συνεργασία με τον Μάνο, θα έλεγα η φιλία, θα έλεγα μία σχέση μέντορα που ούτε ο ίδιος δεν τη φανταζόμουν.
Σου άνοιξε με λίγα λόγια τον δρόμο προς και μέσα στη μουσική;
Μπήκα σε μια πόρτα που πραγματικά είναι ευλογία να μου συμβεί. Δεν μπορώ να πω ότι είναι ακριβώς τύχη, είναι και ένα ένστικτο πώς μια συμβουλή που μπορεί να σου δώσει κάποιος, μπορείς να την υποστηρίξεις, να τη σεβαστείς, μπορεί και τον ίδιο να τον επηρέασε και να σκέφτηκε «του είπα κάνε αυτό και το έκανε». Είναι και ήταν πολύ μεγάλη Σειρήνα η νυχτερινή ζωή εκείνη την εποχή και εγώ ήμουν νέο παιδί που εύκολα θα μπορούσε να παρασυρθεί.
Βασίλη τι ήταν αυτό που έκανε εκείνη την εποχή ένα νέο αγόρι όπως εσύ να κλείσει τα αυτιά του στη σύγχρονη μουσική, της εποχής εκείνης και να μαγευτεί από τα ακούσματα του μεγάλου μας Μάνου Χατζιδάκι;
Κοίταξε Κυριάκο δεν ήταν ξεκάθαρο τι αφήνω και τι ξεκινάω, απλώς ήταν ένα καινούριο πράγμα που δεν το είχα αντιμετωπίσει και σε συνδυασμό με τον τρόπο που δούλευε ο Χατζιδάκις, με τον τρόπο που παρουσίαζε, που εστίαζε όλο το θέμα πάνω στη μουσική, τον ρόλο που σου άφηνε να έχεις σε μια ορχήστρα, δεν το σκέφτηκα και πολύ. Όταν τον έβλεπες να διευθύνει σε μια ορχήστρα, όταν έμπαινε στο στούντιο αυτά τα πράγματα με παρέσυραν και δεν είχα χρόνο να σκεφτώ τι αφήνω και τι παίρνω. Προφανώς άρχισε μετά ο ορίζοντας αυτός να ανοίγει και το ζητούμενο για μένα ήταν πώς θα μπορώ να είμαι όσο πιο συνεπής και όσο πιο κατάλληλος γίνεται γι’ αυτόν τον άνθρωπο που λέγεται Μάνος Χατζιδάκις, γι’ αυτή την ιστορία που λέγεται Μάνος Χατζιδάκις, γι’ αυτή τη σχέση που ξεκίνησε με τον Μάνο Χατζιδάκι. Με δέχτηκε ο Μάνος Χατζιδάκις και μου έδωσε την ευκαιρία στη ζωή μου να έχω μια δεκαετία σχεδόν γεμάτη από δίσκους, από συναυλίες, από θεατρικές παραστάσεις. Αλλά κυρίως, κυρίως θα έλεγα για μένα καταλυτικό ρόλο έπαιξαν οι κουβέντες μας, τα ατέλειωτα ξενύχτια, τα καθημερινά ξενύχτια, τα οποία και προφανώς μέσα σου φυτεύονται και αυτό αργότερα είχε επίδραση και στον τρόπο που συνεργαζόμουν μουσικά μαζί του γιατί είναι απαραίτητο να κατανοήσεις ορισμένα πράγματα. Δεν μπορούσα να παίρνω εύκολες αποφάσεις, να ακολουθώ εύκολες λύσεις, ούτε να καθοδηγήσω εγώ ένα θέμα που είχε να κάνει με την ερμηνεία, αλλά οι κουβέντες με βοήθησαν πάρα πολύ και ο Μάνος είχε στη διάθεσή του ένα εργαλείο. Από τη στιγμή που συνεργαστήκαμε σε 8 – 9 δίσκους αυτό σήμαινε ότι ήταν ικανοποιημένος και μπορούσαμε να κάνουμε αυτό που ήθελε. Στην ίδιαβλογική συνεργαζόταν και με τα άλλα παιδιά τον Ηλία Βουγιούκο, την Έλλη Πασπαλά, νέα παιδιά που ξεκινήσαμε μαζί, μια άλλη περίοδο του Χατζιδάκι, μετά την Αμερική, θα έλεγα, όπου ξεκίνησε να κάνει πιο πυκνή δισκογραφία και συναυλίες και το ένα έφερε το άλλο.
Με ποιον τρόπο θεωρείς σε έχει επηρεάσει η μουσική και το τραγούδι μετά από τόσα χρόνια καλλιτεχνικής πορείας;
Θα σου πω μια σκέψη που έκανα αυτή την περίοδο που περάσαμε την καραντίνα. Θεωρητικά, αναγκαστικά μάλλον, μείναμε μέσα όλοι. Εγώ δεν ένιωσα ποτέ ότι ασφυκτιώ, ότι τι θα κάνω τώρα που δεν έχω τρόπο να βγω έξω, είχα τόση δουλειά να κάνω, τόσα πράγματα να μελετήσω για τη μουσική, να ακούσω μουσική, που πραγματικά ένιωσα ότι ήταν ένα αντίδωρο σε όλα αυτή την αρνητική εικόνα μας. Λοιπόν, φαντάζεσαι πόση επιρροή μπορεί να έχει σε έναν μουσικό και πόσο ζητούμενο είναι να έχεις, έστω και υπό αυτές τις συνθήκες, να συσχετιστείς πάλι με αυτή την πλευρά της μουσικής; γιατί μην νομίζεις ότι επειδή κάνω συναυλίες έχω την ευκαιρία να ακούσω πολλές φορές μουσική ήρεμα και να ξαναανακαλύπτω πράγματα που, ενώ τα έχω υπόψιν μου, είναι καλό να τα εισπράξω και με ηρεμία κι αυτό να μου δώσει κι άλλες τροφές μουσικές. Αυτό λοιπόν στην καραντίνα λειτούργησε ευεργετικά. Άρα η σχέση μου με τη μουσική είναι κάτι για το οποίο μακάρι οι συνθήκες να μου δίνουν τον χρόνο και να λέω θα μείνω με τον εαυτό μου ή θα μοιραστώ αυτή τη μουσική με τους φίλους μου, την οικογένειά μου και θα δουλέψω πάνω στη μουσική, να συνεργαστώ με ανθρώπους, φίλους να γράψουμε έναν στίχο, να αφουγκραστούμε μια μελωδία. Και ήμουν τυχερός γιατί το έκανα και το αποκορύφωμα μια καινούρια δισκογραφική δουλειά που ετοιμάσαμε με τον Γιώργο Καζαντζή. Η κατάσταση αυτή της καραντίνας μας έδωσε χρόνο να την ξανακούσουμε και μας δόθηκε η ευκαιρία με το που τελείωσε η καραντίνα, 15 Ιουνίου συγκεκριμένα, να κυκλοφορήσει αυτός ο δίσκος και μάλιστα σε μια ημερομηνία πολύ σημαδιακή γιατί ήταν η επέτειος θανάτου του Μάνου και αυτό πιστεύω ήταν μια συγκυρία. Το αναφέρω γιατί μου έκανε εντύπωση όπως και του Γιώργου. Με το «Όγδοο» που κυκλοφόρησε τη δουλειά είχαμε πει μια άλλη ημερομηνία, μας λένε κάποια στιγμή «δεν προλαβαίνουμε, θα το κάνουμε 15 Ιουνίου» ενώ θα μπορούσε να είναι μια άλλη ημερομηνία και μου λέει ο Γιώργος «κοίτα να δεις ρε παιδί μου, σύμπτωση χωρίς να το επιδιώξουμε».
Οπότε όλη αυτή η περίοδος της καραντίνας λόγου του covid-19 εσένα προσωπικά σε επηρέασε θετικά. Τι άλλες επιπτώσεις όμως είχε για σένα πρώτα ως άνθρωπος και μετά ως καλλιτέχνης; Και πώς πιστεύεις ότι επηρέασε όλους αυτή η κατάσταση;
Επιπτώσεις έχει αν το σκεφτείς σε όλους τους ανθρώπους, είχε σε όλους τους κλάδους, σε όλους τους ανθρώπους που εργάζονται, σε όλους τους τομείς υπάρχει μια αναστάτωση. Προφανώς δεν μπορώ να σκεφτώ μόνο εμένα, σκέφτομαι μια ολόκληρη κοινωνία. Αντιδράσαμε και ως καλλιτέχνες για το θέμα των συναυλιών, των απαγορεύσεων κ.λπ αλλά εγώ έλεγα πάντοτε ότι την ώρα που έχουμε βήμα και αντιδράμε για το προσωπικό μας πρόβλημα, καλό θα είναι να αντιδράμε ως φορείς, πάλι λόγω βήματος, για όλες τις τάξεις που πλήττονται, ποτέ δεν έβαλα σε προτεραιότητα τον εαυτό μου ή τον χώρο μου. Βεβαίως όλοι έχουμε, αλίμονο και στον χώρο μας, ανάγκες, αλλά θα ήθελα να σκεφτόμαστε ταυτόχρονα ως καλλιτέχνες, να σκέφτομαι ταυτόχρονα όλη την κοινωνία. Πάντα στις κουβέντες που έκανα γι’ αυτή την ιστορία, λέω εάν πούμε κάτι για εμάς, να πούμε δέκα φορές για τους υπόλοιπους κλάδους. Δεν έχουμε λιγότερα προβλήματα αλλά ας το εκμεταλλευτούμε αυτό το θέμα και να δείξουμε ότι είμαστε μπροστά στα προβλήματα όλων των ανθρώπων, έχουμε βήμα ας το κάνουμε.
Τα αρχαία ελληνικά θέατρα όπως για παράδειγμα αυτό της Δωδώνης, των Φιλίππων, του Άργους, της Νικοπόλεως, του Ηρωδείου, τι το ιδιαίτερο έχουν ώστε να σε επηρεάσουν βαθιά μέσα σου και να σου καθορίσουν μια διαφορετική πορεία εκτός συμβατικών και σύγχρονων καλλιτεχνικών προτύπων;
Τα αρχαία θέατρα σε αυτόν τον τόπο είναι ευλογία, σου δίνουν τη δυνατότητα να καταλάβεις ότι το ρεπερτόριο, τουλάχιστον το δικό μου ρεπερτόριο, σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό, είναι άμεσα συνδεδεμένο με την ιστορία ακόμα και στα μουσικά τους διαστήματα. Όταν βρεθείς σε έναν χώρο όπως στη Δωδώνη, την Επίδαυρο, τους Φιλίππους και τραγουδάς τον Θεοδωράκη, τον Χατζιδάκι καταλαβαίνεις ότι εδώ έχεις να κάνεις με μια δόνηση 3.000 ετών και το ρεπερτόριο αυτό είναι άμεσα συνδεδεμένο με την ιστορία και έτσι μπορεί να διαβαστεί η ιστορία μας μέσω της μουσικής σε έναν τόπο που είναι κατάλληλος. Καταλαβαίνεις ότι εάν σου δοθεί η ευκαιρία αυτό να το διαισθανθείς, εάν σου δοθεί η ευκαιρία αυτό να το ζήσεις σε οποιονδήποτε χώρο και να πας τα φορτία αυτά τα μεταφέρεις, ακόμα και να πας σε μια μικρή σκηνή, όλο αυτό μπολιάζεται, όλο αυτό γίνεται ένας πομπός αναμετάδοσης όπου επιδρά στο συνειδησιακό μας κομμάτι.
Δεν είναι ανάγκη να πάμε όλοι στο Ηρώδειο για να τραγουδήσουμε και να νιώσουμε, ό,τι νιώθουμε εκεί. Εάν το ίδιο ρεπερτόριο καταλαβαίνεις την καταγωγή του, καταλαβαίνεις την πρόθεση αυτών των συνθετών, αυτών των ποιητών, όταν τραγουδάς τον Ρίτσο, τον Ελύτη, τον Σεφέρη, τον Καβάφη, τον Βάρναλη, τον Γκάτσο, τον Γκανά, νεότερους ποιητές, δεις ότι έχουν μια κοινή αγωνία γι’ αυτόν τον τόπο, πώς αυτός ο τόπος γέννησε αυτόν τον πολιτισμό, πώς αυτός ο τόπος φώτισε, πώς αυτός ο τόπος τυραννιέται, πώς αυτός ο τόπος βρίσκεται στον πυρήνα των γεγονότων και πάντοτε έχει μια δυνατή ιστορία που μπορεί να την κατανοήσει και να την καταγράψει και να γίνει γλώσσα επικοινωνίας με τους άλλους λαούς και για τους άλλους λαούς. Σε ένα σημείωμα έγραψα ότι «η μουσική που τραγούδησα δεν χρειάζεται μετάφραση σε κανένα μέρος του κόσμου». Δεν το λέω τυχαία, το αισθάνθηκα ήδη έτσι τραγουδώντας στην Αυστραλία. Ασχέτως εάν υπάρχει εκεί ομογένεια, έρχονται και οι Αυστραλοί, πας στην Αμερική και υπάρχει ομογένεια, αλλά έρχονται και οι Αμερικάνοι, πας στη Γερμανία, πας στην Ιταλία, το ίδιο. Παντού, όπου έχω παίξει θα έρθει η ομογένεια, αλλά θα έρθει και ένα μέρος του υπόλοιπου κόσμου γιατί έχουν ακούσει ότι θα τραγουδήσεις Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Μαρκόπουλο, Ξαρχάκο και ταυτόχρονα να ακούσουν τους ποιητές τον Ελύτη, τον Σεφέρη κ.ά. που είναι πασίγνωστοι και με αυτόν τον τρόπο καταλαβαίνεις πόσο μεγάλη σημασία έχει, πόσο μεγάλη επιρροή έχει, πόσο μεγάλη κατάθεση έχει γίνει από αυτούς τους ανθρώπους για τον πολιτισμό αυτής της χώρας και για την ταυτότητα αυτής της χώρας. Πριν από μερικά χρόνια, το 2004, γράψαμε έναν δίσκο με τον σύνθετη Σάκη Παπαδημητρίου, κατάγεται από το Αίγιο,και ο οποίος μελοποίησε αρχαίους ποιητές μας. Ο δίσκος λέγεται του «Έρωτα και του κρασιού» και όλα τα θέματα των αρχαίων αυτών ποιητών αναφέρονται στο κρασί και στον έρωτα. Ακολούθησε μια περιοδεία αριστούργημα και καταλήξαμε κάποια στιγμή στη Χάγη. Υπάρχει εκεί ένα μεγάλο φεστιβάλ, το οποίο λέγεται Crossing Border με πολλές σκηνές και φιλοξενούν συγχρόνως διάφορους καλλιτέχνες. Εάν θυμάμαι καλά εμείς παίζαμε την ίδια μέρα με τον Σαλίφ Κεϊτά, ένα μεγάλο Αφρικανό καλλιτέχνης. Εμείς βεβαίως θα παρουσιάζαμε την τελευταία μας δουλειά με τους αρχαίους ποιητές. Ξέρεις ποιο ήταν το κίνητρο και ήταν κατάμεστη η αίθουσά μας; Η Σαπφώ και μ΄;μάλιστα κάναμε χιούμορ και λέγαμε «η μεγαλύτερη φίρμα στον πλανήτη είναι η Σαπφώ και οι αρχαίοι ποιητές μας». Ήταν συγκλονιστικό το πώς αντέδρασε ο κόσμος, πόσο μεγάλη συμμετοχή είχε.
Βασίλη ποιοι καλλιτέχνες πιστεύεις ότι αποτέλεσαν για εσένα ένα μεγάλο σχολείο για τη μουσική σου παιδεία και σε επηρέασαν και στην μετέπειτα επαγγελματική σου πορεία;
Θεωρώ ότι λίγο πολύ όλοι έχουν κοινή αποστολή και μέσα μου καταλαβαίνω το ίδιο νήμα έψαχναν να βρουν για να προχωρήσουν αυτόν τον τόπο και όλοι είχαν την ίδια πρόθεση. Στα μάτια μου, αυτό και μόνο με έκανε να τους νιώθω ότι είναι μια κοινή οικογένεια. Και σε αυτή την οικογένεια βρέθηκα και εγώ. Με τον Ξαρχάκο δεν έχω συνεργαστεί, έχω κάνει δισκογραφία κάποιες επανεκτελέσεις δεν έτυχε όμως ποτέ να βρεθώ μαζί του στη σκηνή. Υπάρχει όμως ένας σύνδεσμος και ίσως αυτός να είναι ένας λόγος παραπάνω να πιστεύω ότι είναι οικογένεια. Το ίδιο νιώθω αντίστοιχα και για τον Γκάτσο, τραγουδώντας τον «Κεμάλ», το «Μάνα μου Ελλάς», απλώς και μόνο σε μια τηλεοπτική εκπομπή, ήταν τόσο μεγάλη η ανταπόκριση γι’ αυτή την εκτέλεση, ενώ το ίδιο συνέβη και παλιότερα όταν συνεργάστηκα με την ΚΟΕΝ του Σταύρου Ξαρχάκου. Για μένα όλα αυτά τα πρόσωπα είχαν μια αποστολή, την έχουν αυτή την αποστολή και τίμησαν αυτή την αποστολή. Αποτελούν μια καινούρια ταυτότητα, της νέας μυθολογίας του ελληνικού τραγουδιού. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι είναι αναγνωρισμένοι σε παγκόσμιο επίπεδο και ο κάθε τραγουδιστής από εμάς για να πούμε ότι τραγουδάμε επίσημα σε αυτόν τον χώρο, πόσες φορές δεν είπαμε τα τραγούδια τους, δισκογραφικά ή όχι δεν έχει σημασία. Λοιπόν, δεν θα μπορούσα να μιλήσω χωριστά για τον καθένα νομίζω όμως ότι μια ομάδα,, μια παρέα ανθρώπων, για να λέγεται οικογένεια έχει πολλά μέλη. Και σε μια τέτοια οικογένεια αισθάνθηκα τυχερός που με δέχτηκαν.
Κατά καιρούς στο βιογραφικό σου μέσα έχεις προσθέσει πολύ μεγάλες συνεργασίες, ποια όμως θα ξεχώριζες και πιστεύεις ότι είναι σταθμός στην καριέρα σου;
Ας υποθέσουμε ότι υπάρχουν δυο άκρα στη δισκογραφία, από τη μια είναι ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης, ο Μαρκόπουλος και από την άλλη ο Σπάθας, ο Τρανταλίδης και η Βάσω Αλαγιάννη, με την οποία κάναμε πριν από πέντε χρόνια έναν εξαιρετικό δίσκο και τώρα ο Γιώργος Καζαντζής με τον τελευταίο δίσκο «Κατάρτι και φως». Σε αυτές λοιπόν τις γενιές το παράδοξο για μένα είναι ότι δεν υπήρχαν μέτωπα. Φαντάσου ότι σε κοινές συναυλίες Χατζιδάκι – Θεοδωράκη, κιθάρα έπαιζε ο Σπάθας. Αναφέρω για παράδειγμα το συγκρότημα Socrates, που έχουν ηχογραφήσει τόσες φορές και με τον Μάνο και με τον Μίκη. Επίσης όταν κάναμε το «Ασίκικο πουλάκι» με τον Θεοδωράκη, ενορχηστρωτής ήταν ο Γιάννης Σπάθας, ιδρυτής των Socrates, του μεγαλύτερου συγκροτήματος που πέρασε απ’ αυτόν τον τόπο, ένα συγκρότημα παγκόσμια αναγνωρισμένο. Λοιπόν όλα αυτά εγώ έτυχε να τα ζήσω ταυτόχρονα, να είμαι στη σκηνή να τραγουδάω να με διευθύνει ο Μάνος και πίσω να έχω τον Γιάννη.
Με τον Γιάννη μετά αρχίζουμε να συνεργαζόμαστε, να κάνουμε εξαιρετικούς δίσκους, να είναι ο Γιώργος Τρανταλίδης, μέρος και αυτός της ιστορίας των Socrates, να κάνουμε παρέα δίσκους, να μου περιγράφει τις συνεργασίες του με τον Μαρκόπουλο. Όλα αυτά τα παιδιά, παιδιά τα λέω από αγάπη, δεν μπόρεσα ποτέ να τους δω διαφορετικά. Ταυτόχρονα μου έχουν δώσει μαθήματα τα οποία καθένας κουβαλάει και μπορεί να μεταφέρει. Ο Σπάθας είχε τέτοια γνώση του οργάνου του, του ρυθμού, της μελωδίας, ο Τρανταλίδης από την άλλη είχε ανοιχτεί σε αυτή την ethnic – jazz, είναι πατέρας αυτού του χώρου, τα έφεραν εδώ και τα μοιράστηκαν με μουσικούς που γράφουν τώρα μουσική, μπήκαν σε αυτόν τον χώρο, στα κανάλια και όλο αυτό επισημοποιήθηκε. Όλα αυτά εγώ τα έζησα στην ίδια οικογένεια, στον ίδιο χώρο και άρχισαν να αναπτύσσονται μέσα μου. Γι’ αυτό σου λέω δεν μπορώ να μιλήσω για τον καθένα ξεχωριστά, είναι όλοι μέλη μιας κοινής οικογένειας. Το ίδιο ισχύει και για τους νεότερους, ο Καζαντζής για παράδειγμα που κάναμε αυτή την πρόσφατη δουλειά, πόσες φορές δεν μου έχει μιλήσει για τον Μάνο, για τον Σπάθα. Τον δίσκο που κάναμε μαζί, τον δουλεύαμε τόσον καιρό, και αποφασίσαμε να τον βγάλουμε τώρα ώριμα και είναι κάτι που με κάνει πάρα πολύ περήφανο: η συνεργασία μου με έναν άνθρωπο ο οποίος είναι αθόρυβος στη γενιά του, έχει δώσει υπέροχα τραγούδια, υπέροχες ορχηστρικές μουσικές, σπουδαίες στιγμές δισκογραφίας, όπως η δουλειά που έχει κάνει με την Κική Δημουλά, με νεότερους τραγουδιστές, ανέδειξε τραγούδια όπως είναι το «Καταιγίδα» και πριν δυο χρόνια είχε κάνει έναν πολύ ωραίο δίσκο με τον Γιώργο Νταλάρα.
Με την ευκαιρία να αναφέρουμε ότι κυκλοφόρησε από την Ogdoo Music Group ολοκληρωμένος κύκλος τραγουδιών το «Κατάρτι και ατμός».
Βεβαίως και να διευκρινίσω ότι το «Κατάρτι και ατμός» ήταν ένα τραγούδι που προϋπήρχε σε μια παλιά συνεργασία και το συμπεριλάβαμε τελικά σε αυτή τη δουλειά.
Ας τα πάρουμε λοιπόν από την αρχή και να μας πεις πώς προέκυψε η συνεργασία σου με τον Γιώργο;
Πρέπει να είναι τουλάχιστον δέκα χρόνια, όταν κάποια στιγμή με κάλεσε να κάνω μια συμμετοχή στον δίσκο «Του έρωτα και τ’ ουρανού». Ο δίσκος αυτός φιλοξενεί πολλούς καλλιτέχνες και έχουμε κάνει και πολλές συναυλίες μαζί. Κάναμε μια πολύ ωραία περιοδεία μαζί ήταν ο Γιώργος Καζαντζής, ο Γιώργος Ανδρέου, η Μελίνα Κανά κι εγώ. Ήταν μια περιοδεία με δυο πιάνα και δυο φωνές που πήγαμε σε πάρα πολλά μέρη και είχε πολύ μεγάλη επιτυχία. Όταν λοιπόν γράψαμε το τραγούδι «Κατάρτι και ατμός» τουλάχιστον δέκα χρόνια πριν, είχαμε μείνει σε αυτή τη φιλοδοξία, την υπόσχεση να κάνουμε κάτι ολοκληρωμένο. Το συζητάγαμε ξανά και ξανά και στην περιοδεία, ώσπου στιγμή ήρθε ο χρόνος και έφερε αυτή την ολοκληρωμένη δουλειά.
Η επιλογή τον τραγουδιών που ερμηνεύεις στο δίσκο «Κατάρτι κι ατμός» κάτω από ποια κριτήρια επιλέχθηκαν;
Με κλειστά μάτια από την πλευρά μου, όπως με κλειστά μάτια έγινε με όλους τους συνεργάτες που είχα δισκογραφικά, γιατί από ένα ένστικτο καταλαβαίνω ότι θα οδηγηθεί το πράγμα εκεί που οι ίδιοι πιστεύουμε ότι αξίζει να πάει και δεν είναι μόνο αισθητικό. Έτσι κάναμε από τον Μάνο μέχρι τη Βάσω Αλαγιάννη, από τον Μίκη μέχρι τον Τανταλίδη, από τον Μαρκόπουλο μέχρι τον Καζαντζή. Το ίδιο κάνουμε κάθε φορά και ένιωθα πάντοτε ότι δεν μπορώ, δεν χρειάζεται να παρέμβω σε ένα κάτι που ετοιμάζει κάποιος πολύ πιο ικανός από μένα. Έχω απλώς έχω να παίξω τον ρόλο μου που είναι γραμμένος για μένα σε ένα σύνολο εικόνας, μουσικής, λόγου όπου αφήνεται η πλευρά μου να λειτουργήσει, έτσι όπως πρέπει να λειτουργήσει. Σπανίως παρενέβη σε πράγματα όλα αυτά τα χρόνια, στους συνθέτες που γράφουν, μπορεί να πω ας αλλάξουμε τόνο αλλά μέχρι εκεί. Στην τελευταία δουλειά, ο Γιώργος μου έστελνε υλικό και του έλεγα «ναι, ναι, ναι». Μου έστειλε έντεκα τραγούδια, δεν μου έστειλε δώδεκα, αλλά έντεκα και για τα έντεκα αυτά τραγούδια είπα «ναι» μετά από μια αισθητική που αντιλαμβανόμαστε ξεκάθαρα και σε αυτά πρέπει να πω ότι το ίδιο νιώθω και για τους έντεκα διαφορετικούς στιχουργούς.
Υπάρχει κάποιο τραγούδι που ξεχωρίζεις;
Αχ τι να πεις στην ερώτηση αυτή τώρα…κάθεσαι ας πούμε ένα απόγευμα και ακούς το «Αλεξάνδρεια», μετά λες τι ωραίο που είναι το «Εσπερινό» γιατί είναι μια δουλειά που το ένα κουβαλάει το άλλο. Ενορχηστρωτικά ο Γιώργος χρησιμοποιεί μια μεγάλη ορχήστρα σε όλο τον δίσκο, οι στιχουργοί αναφέρονται σε θέματα με τα οποία θα μπορούσε ο καθένας να συναναστραφεί, ο ένας είπε «εγώ θέλω να γράψω γι’ αυτό», ο άλλος να γράψει για κάτι άλλο και έτσι φτιάχνεται όλο αυτό το παζλ, το οποίο ο Γιώργος έντυσε με μουσική και έχουμε μια συγγένεια των τραγουδιών οπότε είτε ακούσω τώρα το «Κατάρτι κι ατμός» είτε ακούσω τον «Μικρό Ναπολέοντα» είτε ακούσω το «Εσπερινό», είτε τις «Δώδεκα ζωές», θα νιώσω την ανάγκη της στιγμής. Δεν μπορώ να ακούω συνέχεια ένα, θα ακούσω και το άλλο την άλλη στιγμή.
Έχεις βρεθεί ποτέ στη θέση να πεις «Δεν πειράζει αυτός ο δίσκος δεν πήγε καλά»;
Αυτό ποτέ δεν το έχουμε πει, δεν έχεις καμία διαβεβαίωση ότι όλα θα πάνε καλά, ποτέ δεν είχαμε. Απλώς ποτέ δεν θα μπαίναμε σε μια τέτοια λογική, άμα δεν πάει καλά, δεν θα το κάνουμε. Αυτό είναι τρομερό λάθος γιατί έτσι απαξιώνεις ένα ακροατήριο, το στρέφεις σε πολύ μονόπλευρες επιλογές που ίσως κι αυτό να σου κάνει μεγαλύτερο κακό. Προχωράς με το ένστικτο, προχωράς με την αισθητική σου, προχωράς με τη συνείδησή σου, προχωράς με την ευθύνη σου να καταγράψεις ό,τι έχεις να καταγράψεις, να το προσφέρεις και από κει και πέρα να παίξει τον ρόλο του στον βαθμό που θα τον παίξει. Αυτό είναι κα προς τιμήν Ogdoo Music Group και όλων των υπολοίπων εταιρειών με τις οποίες συνεργάστηκα και ποτέ δεν έβαλαν εμπόδια, δεν είπαν θα κάνετε αυτό, δεν με πάντρεψε ποτέ κάποιος με μια αισθητική διαφορετική ή με έναν άλλον συνθέτη που πιθανώς να μην έχουμε τίποτα να πούμε. Έτσι προέκυψε και μια πολύ ωραία δουλειά που έκανα πριν από δυο χρόνια το «Φιλμ Νουάρ» είναι στην ουσία ένα «ζωντανός» δίσκος με επιλογές από τραγούδια, κυρίως του Γιώργου Τρανταλίδη, στα οποία ήθελα να δώσω μια «ζωντανή κατάθεση» και δόθηκε η ευκαιρία να το κάνω αυτό πριν από 2,5 χρόνια παίζοντας τη συναυλία αυτή στο Μέγαρο Μουσικής, την καταγράψαμε και κυκλοφόρησε σε cd. Είναι πάλι με το ίδιο υλικό, που δεν το χορταίνω.
Βασίλη ποια είναι η γνώμη σου όσον αφορά το παραδοσιακό & λαϊκό τραγούδι; Πιστεύεις ότι στις ημέρες και την εποχή που ζούμε αλλοιώνεται από μεγάλες αλλαγές σύγχρονων παραδοσιακών μοτίβων, όπου ο στίχος τους πια έχει γίνει τόσο «ακαλαίσθητος» να φτάνει σε σημείο να δυσφημεί το καθαυτό είδος παραδοσιακού ή λαϊκού τραγουδιού;
Ξέρεις το λαϊκό τραγούδι έχει κάποια όρια, μάλλον έχει βάλει τα όριά του, έχει δώσει το κάδρο του, όπως και το παραδοσιακό τραγούδι. Η δύναμη του παραδοσιακού, η οποία είναι και η αναφορά του, καθώς όταν λέμε παραδοσιακό μιλάμε για κάτι πολύ συγκεκριμένο και αναφερόμαστε σε κάποια συγκεκριμένη εποχή. Για το λαϊκό επίσης πάμε σε κάποια συγκεκριμένη περίοδο που του έδωσε ώθηση, αλλά η αναφορά δεν γίνεται πάντα έχοντας αυτό υπόψη. Όταν το λαϊκό ή το παραδοσιακό μπορεί να μπει σε μια λογική αντίληψης που έχει να κάνει με το πώς θα παρουσιαστεί στο νυχτερινό μαγαζί ή πώς το παραδοσιακό θα γίνει μοντέρνο, το οποίο θεωρητικά μόνο μπορεί να λέγεται μοντέρνο, αυτό είναι κάτι άλλο το οποίο εμένα δεν μου προκαλεί σύγχυση. Για μένα το λαϊκό τραγούδι έχει μια τελετουργία, έχει έναν ακροατή, όπως πάει κάποιος στο θέατρο να δει μια παράσταση, έτσι πρέπει να παρακολουθείς και το λαϊκό τραγούδι. Πρέπει οι αναφορές σου στο λαϊκό τραγούδι να έχουν όλη αυτή την γκάμα των συνθετών και των στιχουργών οι οποίοι πραγματικά το ανέδειξαν, όπως το ρεμπέτικο έχει αναφορές σε ονόματα, τα οποία ονόματα προσδιορίζουν τον συγκεκριμένο χώρο, το ίδιο συμβαίνει και με το παραδοσιακό. Αν τώρα περάσεις σε κάτι άλλο, στο νεολαϊκό ας πούμε το οποίο έχει άλλη καταγραφή, όπως το «νέο παραδοσιακό» καταγράφεται αλλιώς, δεν ξέρω εάν αυτό έχει δύναμη να ισχύσει στον χρόνο. Πιστεύω ότι για να έχεις την αγωνία να ασχοληθείς με αυτό, προφανώς σε έχει επηρεάσει το άλλο. Εάν καταλαβαίνεις πόσο μεγάλη είναι η επιρροή του άλλου, θα στραφείς στο να το μελετήσεις και να το επανεκτελέσεις. Πιο δύσκολα μπορείς να κάνεις αυτό, παρά να ασχοληθείς δήθεν με τον «εκμοντερνισμό» του. Βλέπεις πόσο δύσκολοι είναι οι τραγουδιστές του ρεμπέτικου; Σήμερα ποιος μπορεί να το κάνει αυτό το πράγμα; Άρα επιλέγουμε την ευκολία, δημιουργούμε ένα άλλο πράγμα, για το οποίο όμως χρησιμοποιούμε ένα ήδη γνωστό τραγούδι, και αυτό μπορεί να έχει κάποια επιρροή στην νεολαία. Αυτό γίνεται σε μια λογική, θα έλεγα, ανιστόρητης προσέγγισης. Γιατί όσο μελετάς και τους τραγουδιστές και τους παίχτες σε αυτά τα τραγούδια, τόσο θέλεις να πας πιο κοντά, δεν απομακρύνεσαι. Το ίδιο ακριβώς λοιπόν είναι και με το λαϊκό τραγούδι και με το παραδοσιακό μας τραγούδι.
Μετά από σαράντα χρονιά καλλιτεχνικής πορείας υπάρχει κάποια δουλειά που ξεχωρίζεις ως παιδί σου λίγο περισσότερο ;
Εγώ λέω «σαράντα χρόνια χωρίς ΦΠΑ, καθαρό». Το 2004 έκανα μια δουλειά αυτή θα χαρακτήριζα λίγο «παιδί μου», έκανα ένα cd με τον τίτλο «Όρθιοι» το οποίο ήταν μια παραγωγή δική μου, και συμπεριλαμβάνει 29 τραγούδια, έχει και καινούριο υλικό και επανεκτελέσεις. Είναι μια κασετίνα, καθώς συμπεριλαμβάνεται και ένα τρίτο cd το οποίο λεγόταν « Ουράνιο τόξο». Ήταν μια ολοκληρωμένη δουλειά με 8 τραγούδια, 1 τραγούδι και 7 ορχηστρικά, όπου τη μουσική την έγραψε ο Νίκος Πίτλογλου, ένας φίλος μου με τον οποίο έχουμε κάνει δισκογραφία και άλλα τραγούδια όπως, την «Ηλιαχτίδα», το «Σπασμένο κρίνο», και του λέω «Νίκο αυτή τη δουλειά θα την πάρω όπως είναι και θα τη βάλω στο cd που ετοιμάζω με αφορμή τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004». Στο cd «Όρθιοι» λοιπόν έκανα διασκευές τον «Τυχαίο», από τους αγώνες της Κέρκυρας που είχε παιχτεί, «Τα κάγκελα παντού» του Πανούση, ήταν μια ζωντανή ηχογράφηση, το «Κοίτα με στα μάτια», ήταν ο «Γκεβάρα» του Καββαδία, ήταν ο Θεοδωράκης μέσα, ο Ξαρχάκος, ήταν ένας άλλος συνθέτης, νέος ο Δημήτρης Πάνας. Αυτή η δουλειά είχε έναν συμβολισμό για το πώς αντιλαμβανόμουν εγώ την επίδραση του τραγουδιού μας σε σχέση με όλο αυτό που ξεκινάει την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων, της αναζήτησης. Γιατί σκεφτόμουν ότι θα πρέπει να δούμε και μια άλλη πλευρά δηλαδή ότι αυτή η ιστορία με τους Ολυμπιακούς Αγώνες ίσως και να μην έχει μόνο θετικά αποτελέσματα. Από ένα ένστικτο λοιπόν λέω έχουμε το τραγούδι μας να μας πληροφορεί συνεχώς ότι αυτός ο τόπος είχε πάντοτε ανοιχτές πληγές, ας αφουγκραστούμε, ας πούμε τα μηνύματα του, είπα πάλι τον «Κεμάλ (την πρώτη εκτέλεση του στα ελληνικά την έκανα το ’85 σε έναν δίσκο που κάναμε με τη Μαρία Φαραντούρη στο Παρίσι στο Olympia) και το συμπεριέλαβα αυτό το τραγούδι στο cd «Όρθιοι» γιατί ξεχάσαμε να το βάλουμε στη «Ρωμαϊκή Αγορά» με τον Μάνο το 1986. Ο τίτλος «Όρθιοι» είναι συμβολικός: ακούστε αυτά, κρατήστε τα, είναι τόσα πολλά τα μηνύματα των τραγουδιών και ας δούμε τι θα γίνει στο μέλλον. Και το αφήγημα του Ουράνιου Τόξου είναι πραγματικά πάρα πολύ ωραίο, δυστυχώς όμως τα cd αυτά τώρα κυκλοφορούν μεμονωμένα,.
Βασίλη μίλησε μας ποια ήταν τα συναισθήματα που βίωσες με τη συμμετοχή σου στη μεγάλη συναυλία του Μίκη με τον συμβολικό τίτλο «ΕΙΣΑΙ ΕΛΛΗΝΑΣ – Αυτό που ήσουν κάποτε, θα γίνεις ξανά» που έγινε στο Καλλιμάρμαρο, πέρυσι τον Ιούνιο;
Με αφορμή τον τίτλο που δόθηκε σε αυτή τη συναυλία – αφιέρωμα, έκανα για τον Μίκη το εξής σχόλιο «Έλληνας είσαι, Έλληνας ήσουν πάντοτε και αυτό θα έπρεπε να γίνεις» στην εκδήλωση που έγινε στο Καλλιμάρμαρο, πέρυσι τον Ιούνιο. Κοίταξε Κυριάκο γνωρίζοντας τον Μίκη Θεοδωράκη και ζώντας τις ατελείωτες αφηγήσεις του, τραγουδώντας τα τραγούδια του, βρισκόμενος πάνω στη σκηνή μαζί του, βλέποντας τον να σηκώνεται ένας «Όλυμπος» μπροστά μου και να μου φωτίζει όσο πιο δυνατά γίνεται αυτό το περιβάλλον που λέγεται Ελλάδα, αυτό το περιβάλλον που είναι αναφορά σε όλον τον πλανήτη, γιατί όπως ο καθένας μπορεί να μιλάει για τον τόπο του, έτσι και εμείς μπορούμε να μιλάμε για τον τόπο μας έχοντας παραδείγματα ζωντανά. Όλοι οι άνθρωποι έχουν την ιστορία τους, όλοι οι λαοί έχουν τραγουδήσει την ιστορία τους.Εμείς έχουμε την τύχη να έχουμε την ιστορία μας ζωντανή μπροστά μας και αυτό ήταν το κίνητρο που βγήκα να τραγουδήσω και να πω εκείνη τη στιγμή για τον Μίκη ότι «ένας λαός αισθάνεται δυνατός, είναι όρθιος γιατί τραγουδάει τη μουσική σου, γιατί το προτάσσει η μουσική σου. Αν ένας καλλιτέχνης ανεβαίνει πάνω στη σκηνή και αισθάνεται χρήσιμος είναι γιατί τραγουδάει τη μουσική σου». Αυτό πραγματικά ήταν σαν αστραπή, έτσι λειτούργησε στον κόσμο και σηκώθηκε όρθιος αλλά εγώ ένιωθα ότι μπροστά μου είχα ζωντανή την ιστορία, με ανθρώπινη μορφή. Κι επειδή γεύτηκα αυτό το μεγαλείο, επαναλαμβάνω σε πολλές στιγμές έχοντας απέναντί μου τον Μίκη, είναι σαν να ξαναδιαβάζουμε την ιστορία μας.
Πώς κρίνεις τις κινήσεις της Ελλάδας που γίνονται όσον άφορα τα ελληνοτουρκικά ;
Προφανώς υπάρχουν λάθος κινήσεις και ας μην μιλήσουμε μόνο για την πλευρά της Τουρκίας, αλλά ας μιλήσουμε και για τη δική μας πλευρά. Όλα αυτά είναι δείγματα μιας σχέσης όπου οι τελευταίοι που μπορούν να δώσουν τη λύση είναι οι λαοί. Το πολιτικό σκέλος που μπορεί να διαχειριστεί αυτές τις ιστορίες δυστυχώς λένε ότι πρέπει να το λύσει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Έχουμε δει πολλές φορές την Ε.Ε. να μην λύνει κανένα πρόβλημα και να είμαστε έρμαιο της ιδίας, βλέποντας τα μνημόνια, τη συμπεριφορά της στον covid κ.λπ. Αυτή τη στιγμή δεν τους αφορά το θέμα εάν εμάς μας πειράζει ότι η Αγιά Σοφία έγινε τζαμί. Να πουν απλώς ότι ήταν λάθος και ότι καταγγέλλουμε αυτή την ιστορία δεν προσφέρει τίποτα στον τόπο μας. Όσο συντηρείται μια εμπόλεμη κατάσταση, ένας φόβος σε αυτή τη θάλασσα της Μεσογείου μεταξύ αυτών των δυο λαών, δεν μπορεί κάποιος να δώσει λύση σε αυτό το θέμα, ούτε στο μεγάλο αυτό θέμα της εκκλησίας. Υπάρχει αδιέξοδο στη λύση, δεν μπορούν να το λύσουν, και δεν μπορούμε αυτή τη στιγμή να φτάσουμε σε εμπόλεμη κατάσταση, ούτε να επιδιώκεται να φτάσουμε σε εμπόλεμη κατάσταση. Σε τελευταία ανάλυση η Τουρκία έχει πολλά επιχειρήματα τα οποία στηρίζονται στον τρόπο που σκέφτεται ένας ηγέτης, με μουσουλμανική καταγωγή και είναι σχεδόν φυσικό επακόλουθο να συμπεριφερθεί με αυτόν τον τρόπο. Οι τρόποι που πρέπει να αντιμετωπίσουμε εμείς ένα τέτοιο σκεπτικό είναι μιας πολύ αποφασιστικής διπλωματικής οδού. Δεν είδα να μπορούν να επιβάλουν τέτοιες πολιτικές απόψεις οι κυβερνώντες ώστε να αποτρέψουν τέτοιες κινήσεις. Και όχι απευθυνόμενοι μόνο στην Τουρκία, κυρίως απευθυνόμενοι σε μια Ευρώπη που θέλει να λέει ότι τα σύνορά της είναι εκεί, (ελληνική συνοριογραμμή) και ότι τα προστατεύει. Η UNESCO γιατί δεν παρενέβη δραστικά, να πει αυτό είναι ανεπίτρεπτο, και όχι απλώς να το καταγγείλουν, αλλά να το απαγορεύσουν. Είναι μουσείο, οι Τούρκοι επικαλούνται ότι πριν 86 χρόνια ήταν πάλι τζαμί, δεν έχει καμία σημασία, γιατί τζαμί έγινε μετά από κατακτήσεις. Η Αγιά Σοφία εκφράζει ένα μεγάλο αριθμό Χριστιανών που κουβαλάνε ό,τι κουβαλάνε, ρίζες, παραδόσεις, οτιδήποτε και να κάνεις ακόμα και μια ψυχολογική πράξη μείωσης, αυτό θα πρέπει να λαμβάνεται πολύ σοβαρά υπόψη για το πώς θα λειτουργήσει στο μέλλον. Και στο μέλλον εύχομαι οι γενιές να μπορούν να εξομαλύνουν τις σχέσεις τους με τις άλλες γενιές που έρχονται, γιατί οι γενιές του Ερντογάν, οι γενιές των δικών μας πολιτικών πολλών από αυτών που έχουν κυβερνήσει τη χώρα, θα έλεγα ότι είναι χαμένες γενιές. Δεν τις κατηγορώ είναι χαμένες γενιές μέσα σε πολλά προβλήματα που έχουν να αντιμετωπίσουν και μάλιστα τα προβλήματα αυτά συντηρούνται από τις ξένες δυνάμεις και το ίδιο κάνουν και αυτή τη στιγμή. Μην νομίζουμε ότι ο Ερντογάν έκανε μόνος του μια τέτοια πράξη. Δεν πιστεύω εγώ στην Ε.Ε. αυτή την Ευρωπαϊκή Ένωση. Πιστεύω στην Ε.Ε. των λαών, πιστεύω στην Ε.Ε. των νέων γενεών, πιστεύω στη νεολαία, δεν πιστεύω στις ηγετικές φυσιογνωμίες, των κρατών αυτών είτε Δύσης είτε Ανατολής.
Βασίλη πιστεύεις είναι δυνατόν να παλιώνει η ταυτότητα, οι ρίζες, η πίστη προς τον Θεό και η καταγωγή ενός λαού;
Πιστεύω ότι είναι ολοφάνερο πλέον. Όλη αυτή η απομάκρυνση σε σχέση με την πίστη ξεκινάει σε σχέση με τη ρίζα μας σε έναν βαθμό, από τα άλυτα προβλήματα που έχει η κοινωνία σε ό,τι αφορά τα πιστεύω, της θρησκείας αλλά και τις διαφορετικές θρησκείες. Από την άλλη πιστεύω ότι οι γενιές έχουν στραφεί σε έναν τεχνολογικό κόσμο αναγκαστικά ή τέλος πάντων δόθηκε η ευκαιρία να στραφούν σε άλλες προτεραιότητες και η τεχνολογία έχει προσανατολίσει τελείως διαφορετικά τις νέες γενιές. Το θέμα της πίστης είναι πολύ μεγάλη συζήτηση με το τι είναι, για το τι είναι. Εγώ με αυτή τη λογική της θρησκείας όχι δεν ταυτίζομαι.
Ποια είναι η σχέση σου με τον Θεό ;
Πιστεύω σε έναν κόσμο, σε έναν εσωτερικό μου κόσμο, ο οποίος κάλλιστα ο καθένας μπορεί να τον βαφτίσει με τον δικό του τρόπο. Ποτέ δεν υπαγορεύω πώς θα τον βαφτίσει, σε μένα βλέποντας με και δίνοντάς πάντοτε μια ευκαιρία να κάνω διάλογο με τον εαυτό μου για να βρω τον Θεό μου. Αυτός είμαι εγώ. Από κει και πέρα το να βλέπω μεγάλες εκκλησίες να ορθώνονται μπροστά μου και ταυτόχρονα να βλέπω ανθρώπους που μπορεί να υποφέρουν και να μην έχουν πού να κοιμηθούν, να βλέπω επίσης τον ρόλο της μεγάλης εικόνας που έχουμε για την εκκλησία μας, η οποία δεν είναι συμπαραστάτης στον βαθμό που πρέπει στις σημερινές συνθήκες, τότε αυτή η εκκλησία για μένα είναι απομακρυσμένη. Δεν φταίω εγώ, δεν βρίζω, δεν κάνω επίθεση, κλείνομαι στον εαυτό μου να κάνω έναν προσωπικό διάλογο και να βρω ότι η πίστη μου εκεί μέσα βρίσκεται: να μπορώ να συζητήσω με τον εαυτό μου και να βρω τους όμοιούς μου.
Τα τελευταία χρόνια συμμετέχεις και στην παιδική παράσταση «Στην άκρη του ονείρου». Ποια είναι η σχέση σου με το θέατρο;
Μου αρέσει το θέατρο. Η θεατρική σκηνή δεν είναι κάτι διαφορετικό, από τη μουσική. Έτσι πιστεύω ότι έχουν το ίδιο καρδιοχτύπι είτε συνομιλείς με ένα όργανο είτε συνομιλείς με έναν ηθοποιό το ίδιο πράγμα είναι. Πρέπει ο ένας με τον άλλο να συνεργάζεται. Και στο θέατρο εκεί υπάρχει ρυθμός, υπάρχει παύση, υπάρχει κρεσέντο, υπάρχει ένταση, όλα.
Ποια είναι η σχέση σου με τη σκηνοθέτιδα και σεναριογράφο Κέλλυ Σταμουλάκη ;
Η σχέση μου με την Κέλλυ …..είναι αριστούργημα, είμαστε φίλοι, χαίρομαι πάρα πολύ που με έχει επιλέξει τόσες φορές να παίξουμε τον ίδιο ρόλο, είμαι ο φύλακας άγγελος στο έργο «Στην άκρη του ονείρου». Συνεργάστηκα τόσες φορές με διαφορετικούς ηθοποιούς, έχει το ταλέντο η Κέλλυ να φτιάχνει εξαιρετικούς θιάσους και πραγματικά φέτος ήταν κρίμα που κόπηκε αυτή η σκηνή έτσι απότομα. Πιστεύουμε με την Κέλλυ ότι ο ρόλος αυτός δεν έχει ηλικία και πιθανόν κάποια στιγμή να το ξανακάνουμε. Χαίρομαι που είδαν αυτόν τον ρόλο τα παιδιά μου, έκανα αυτόν τον ρόλο πριν γεννηθούν τα παιδιά μου, τον έκανα και τώρα με τα παιδιά μου.
Να σε ρωτήσω κάτι ακόμα, υπάρχουν πράγματα που δεν έχεις πραγματοποιήσει ή δεν έχεις ολοκληρώσει σε μια πορεία 40 χρόνων και θα ήθελες να κάνεις; Για παράδειγμα αυτό που ανέφερες με τον Ξαρχάκο, το έχεις απωθημένο;
Όχι δεν έχω τέτοια απωθημένα. Με τους συνθέτες είτε βρεθώ επί σκηνής είτε δεν βρεθώ, μακάρι βεβαίως να το κάνω, δεν έχω πρόβλημα. Το να μην το έχεις ζήσει καθόλου είναι το χειρότερο λέω εγώ. Και όταν μοιράζομαι τα τραγούδια με τον κόσμο στη σκηνή επάνω είναι σαν να είναι παρόντες όλοι αυτοί οι συνθέτες, γιατί από αυτούς τα έχω μάθει και αυτό πρέπει να εκπέμπω: σαν να είναι παρόντες. Δεν αγνοείς το ύφος του συνθέτη, τον ρόλο του συνθέτη, την αποστολή του συνθέτη, την κουβαλάς και την καταθέτεις στον κόσμο, έτσι σου την έμαθε και από τη στιγμή που σου την έμαθε και τη χειρίζεσαι έτσι όπως πιστεύεις ότι πρέπει να το κάνεις, είναι παρόντες. Για μένα δεν έλειψε ποτέ από τη σκηνή ο συνθέτης όταν τραγουδάω.
Έχεις σκεφτεί το τέλος της διαδρομής αυτής πώς θα είναι και πότε;
Αν πούμε ότι ολοκληρώσαμε την αποστολή είναι σαν να πήραμε και τα εύσημα. Δεν έχω βάλει όριο χρονικό, ούτε όριο ποσοτικό, ούτε έπρεπε να ακολουθήσω απλώς μια διαδρομή γιατί ο κόσμος θα πρέπει να το εκτιμήσει ως πορεία και όχι σαν κάτι με αρχή και τέλος. Ούτε εγώ μπορώ να πω έφτασα στο τέλος, χειροκροτήστε με. Αντιθετως κάθε μέρα ρωτάω: έχουμε παρακάτω; Αξίζει τον κόπο; Ο κόσμος το καταλαβαίνει; Είναι χρήσιμο; Το ακούει; Γιατί όταν εγώ δημιουργώ κάτι με τους συνεργάτες μου, πρέπει να πρώτα να νιώθουμε ότι είναι χρήσιμο για εμάς και μετά για τα παιδιά μας, τις οικογένειές μας, για τις επόμενες γενιές. Αυτό όσο πιο κοντά το κάνεις με τον εαυτό σου τόσο πιο μεγάλη διαδρομή κάνεις, άσχετα με το τι προβάλλεται, τι παίζεται, τι εμπόδια παρουσιάζονται, έχει μια διείσδυση δικιά του, η οποία δεν έχει ημερομηνία στον χρόνο, δεν λήγει και προχωράει. Αν αυτό το πράγμα το έχουμε πετύχει με 10 τραγούδια, είναι πολύ μεγάλη υπόθεση. Εδώ διαβάζουμε για καλλιτέχνες οι οποίοι έκαναν διεθνή καριέρα και πέρασαν σε μεγέθη ασύλληπτα και έλεγαν «το να παίξεις σε αυτόν τον χώρο και να είσαι όχι κορυφή αλλά να είσαι παρόν, είναι μεγάλη υπόθεση». Εγώ τώρα είμαι στον χώρο 40 χρόνια, δεν το έχω καταλάβει, 40 χρόνια. Θυμάμαι την Κέρκυρα όταν ήμασταν πιτσιρικάδες, που τραγουδούσαμε, εγώ είχα ξεκινήσει λίγο πιο πριν με τον Μάνο, ήταν η πρώτη συνύπαρξη με ανθρώπους της ηλικίας μου που έβγαιναν να τραγουδήσουν, να παίξουν τα τραγούδια τους κι αυτό είναι σαν να το βλέπω χθες.
Θεωρείς ότι υπάρχουν παιδιά που ακολουθούν τα χνάρια σου;
Δεν ξέρω πώς να το δω αυτό, ούτε είμαι κάνα σχολείο που πρέπει να το βγάλει κάποιος. Η επιρροή είναι από αλλού και είναι πιο μεγάλη γιατί είναι μπροστά σου μονίμως η τηλεόραση, η οποία έχει καθορίσει ορισμένα πράγματα. Όταν υπάρχουν δέκα εκπομπές που «δημιουργούν» ταλέντα προφανώς και επηρεάζουν κόσμο ότι από εκεί θα βγει το επόμενο ταλέντο, θα βγει ο μεγάλος καλλιτέχνης, αυτό όχι δεν μπορώ να το διαχειριστώ, γιατί βλέπω ότι αντί να ανοίγει μάλλον στενεύει τα περιθώρια. Δεν βλέπω ούτε αρχή ούτε συνέχεια. Και σε τελευταία ανάλυση θεωρώ ότι εξυπηρετεί μια κατάσταση, την οποία κάποιος θέλει να ακολουθήσει,. Αλλά η άλλη επιλογή που είναι πιο προσωπική, ίσως να είναι και η πιο καθοριστική για την πορεία σου δηλαδή να ακολουθείς το ένστικτό σου, εσύ δημιουργείς το ρεύμα, δεν ακολουθείς. Εγώ δεν θα έλεγα σε κάποιον να μην πάει σε talent show, μπορεί κάποιος να είναι πραγματικά αποκάλυψη και να σπάσουν οι πόρτες και να το αναγνωρίσουν οι άνθρωποι και να έχει ό,τι του αξίζει. Αλλά βλέπεις ότι σκοπός όλου αυτού του εγχειρήματος είναι να έρθει ο επόμενος, όχι να κρατήσουμε αυτό που έχουμε και γι’ αυτό δεν είναι καθαροί οι όροι.
Όλα αυτά τα χρόνια της καλλιτεχνικής σου σταδιοδρομίας έχεις κάνει λάθη που θα ήθελες να τα διορθώσεις; Και εάν ναι, τι είδους λάθη;
Σαράντα χρόνια λάθη. Πώς να ακουστεί αυτό να πεις ότι δεν έχω κάνει ή ότι έχω κάνει λάθη; Λάθη σε προσωπικό επίπεδο. Ποτέ δεν μετάνιωσα για τις συνεργασίες, ούτε στο κομμάτι που λέγεται δισκογραφία, ούτε στις ζωντανές εμφανίσεις. Ίσα ίσα που λέω ευτυχώς που έγιναν ορισμένα πράγματα. Ήταν προσωπικές συνεργασίες. Κάποια στιγμή μου τηλεφώνησε ο Μαρκόπουλος, έμεινα με το ακουστικό στο χέρι…Μου λέει «είμαι στούντιο», έγραφε έναν δίσκο, «και θα ήθελα πάρα πολύ εάν μπορείς να έρθεις να πεις ένα τραγούδι». Εγώ σκεφτόμουν «το ακούω αυτό τώρα ή είναι ψέμα;». Αμέσως σηκώνομαι να πάω στο στούντιο, έγραφε τον δίσκο «Αναγέννηση Κρήτη ανάμεσα σε Βενετιά και Πόλη» και αυτός ο δίσκος ήταν πολυσυμμετοχικός, τραγουδούσαν πολλοί τραγουδιστές, τραγουδάω κι εγώ λοιπόν και ανακοινώνει ενώπιον των υπολοίπων «θα κάνω ένα δίσκο με τον Βασίλη». Το άκουγα και νόμιζα ότι ήμουν αλλού. Και αυτός ο δίσκος έγινε! Πώς να το γνωρίζεις αυτό το πράγμα; Με τον Μίκη όταν λέγαμε τα ασίκικα, στις συναυλίες που προανέφερα, συζητήσαμε το ενδεχόμενο να κάνουμε επανεκτέλεση, τα 4 αυτά τραγούδια «Δακρυσμένα μάτια», «Όμορφη πόλη», «Χάθηκα» κ.λπ. Τα είχε πει ο Μίκης μοναδικά και ο Γιάννης Σπάθας μου λέει γιατί δεν του λέμε να κάνουμε το «Ασίκικο Πουλάκι» γιατί κάποια από τα τραγούδια αυτά τα παίζανε ορχηστρικά στις συναυλίες. Όταν το ανέφερα στον Μίκη χάρηκε πολύ, είχε αγάπη και εκτίμηση στον Σπάθα. Αρχίζει ο Σπάθας τις ενορχηστρώσεις, γράφει αριστούργημα τους στίχους ο Γκανάς, και δημιουργούνται 5 λιμπρέτο και γράφουν έναν βιογραφικό δίσκο σε σχέση με τον Μίκη. Δεν μπορούσα να το συλλάβω αυτό και δεν το πιστεύω ακόμα. Προχωράμε…
Έχεις προγραμματίσει συναυλίες για φέτος; θα σε δούμε σε κάποιους χώρους;
Συναυλίες στον βαθμό που είναι εφικτό μέσα σε αυτή την κατάσταση θα γίνουν αρκετές. Κάναμε ήδη μια πολύ ωραία συναυλία στο Ωραιόκαστρο στη Θεσσαλονίκη πριν λίγο καιρό με τη Λαϊκή Ορχήστρα Μίκη Θεοδωράκη, με την ευκαιρία να αναφέρω ότι είμαι από τους ιδρυτές της το 1997, θα πάω στην Κύπρο, Λεμεσό και Λευκωσία, Κρήτη, Χανιά, Κύμη, Ωρωπό, Λαύριο. Δυστυχώς λόγω covid ακυρώθηκαν δυο συναυλίες μια στην Ίμβρο και μια στην Αντίπαρο, όπως ακυρώθηκε και το φεστιβάλ της Πάτρας όπου θα συμμετείχαμε με τον Γιώργο Καζαντζή παρουσιάζοντας και τη δουλειά μας εκεί, την οποία όμως θα παρουσιάσουμε λίγο αργότερα στην Αθήνα, στην Τεχνόπολη στις 28 Αυγούστου. Συζητάμε και άλλα πράγματα, θα δούμε όμως τι θα προλάβουμε να κάνουμε και αν καταφέρουμε να τα κάνουμε. Στην Τεχνόπολη θα παρουσιάσουμε από το ρεπερτόριο μου ένα μεγάλο μέρος από Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Μαρκόπουλο, Αλαγιάννη, Καζαντζή, Σπάθα, Τρανταλίδη, ένα μεγάλο μέρος της δισκογραφίας μου και κάποια στιγμή θέλω να παρουσιάσω αποκλειστικά όλη τη δουλειά μαζί με τον Γιώργο, ίσως μετά το καλοκαίρι, σε έναν μεγάλο χώρο.
Βασίλη σε ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο που διέθεσες για να πραγματοποιηθεί αυτή η συνέντευξη.
Εγώ σε ευχαριστώ Κυριάκο για την ευκαιρία που μου έδωσες να αναφέρουμε τόσο όμορφα πράγματα.
Πηγη greekaffair.news