Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: Ηγετική μορφή της Ελληνικής Επανάστασης, που έδρασε στην Πελοπόννησο και εξ αυτού του λόγου είναι γνωστός και ως «Γέρος του Μωριά».
Οι ηγέτες προπορεύονται και οδηγούν. Οι αγαθοί οδηγούν τους λαούς που τους ακολουθούν σε επιτυχίες, σε νίκες, ακόμα και σε θριάμβους. Οι κακοί, σε αποτυχίες και καταστροφές. Οι περισσότεροι ηγέτες έχουν μεικτό “μητρώο”, που περιλαμβάνει μεγάλες και μικρές στιγμές. Η αναζήτηση της σειράς αυτής των Ελλήνων ηγετών περιλαμβάνει εκπροσώπους από όλο το φάσμα της ιστορίας των Ελλήνων, από την αρχαία έως τη νεότερη εποχή. Η νέα Ελλάδα έχει ασφαλώς τη μερίδα του λέοντος, ίσως γιατί παραδόξως είναι η λιγότερο γνωστή. Το σχολείο άφησε περισσότερα κενά στη νεότερη απ’ ό,τι στην αρχαία ιστορία.
Η κοινή πάντως αντίληψη, που συστηματικά διαμόρφωσε ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, είναι η ενότητα της ιστορίας μας μέσα στον χρόνο.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γεννήθηκε «εις τα 1770, Απριλίου 3, την Δευτέρα της Λαμπρής… εις ένα βουνό, εις ένα δέντρο αποκάτω, εις την παλαιάν Μεσσηνίαν, ονομαζόμενον Ραμαβούνι», όπως αναφέρει στα Απομνημονεύματά του.
Ένας φυσικός ηγέτης
Ο Κολοκοτρώνης ήταν αγράμματος. Ήταν όμως ευφυής και διέθετε μοναδικό στρατηγικό νου, κάτι που πολύ γρήγορα αναγνωρίστηκε τόσο από τους συναγωνιστές του και το λαό, όσο και από τον εχθρό που τον είχε από μικρή ηλικία επικηρυγμένο. Ο Κολοκοτρώνης δεν ήταν «διπλωμάτης». Ήταν αψύς, ατίθασος και δεν συμβιβαζόταν. Αλλά, είχε έμφυτα σπουδαία πολιτικά χαρίσματα. Ήξερε να ακούει, να μαθαίνει και να αξιολογεί. Είχε πολιτική οξυδέρκεια, διαύγεια και διορατικότητα. Ούτε σπουδαία ρητορικά χαρίσματα διέθετε, απαίδευτος ων. Ήξερε όμως να εμπνέει και να εμψυχώνει, να βγάζει τις λέξεις μέσα από την καρδιά και να τις καρφώνει στις καρδιές των άλλων.
Ο μεγάλος στρατηγός δεν ήταν εύσωμος και ρωμαλέος, αλλά ήταν ανθεκτικός στις κακουχίες, είχε στήσιμο επιβλητικό και αγέρωχο, και το πρόσταγμά του ήταν βρυχηθμός. Ήταν βίαιος και αμείλικτος απέναντι στον εχθρό, όπως και στον Έλληνα, όταν αυτός τολμούσε να κάνει πίσω από τον μεγάλο στόχο, αλλά και μεγαλόψυχος την ίδια στιγμή. Ήταν γι’ αυτό τον μεγάλο στόχο, άλλωστε, που συγχώρεσε και ενώθηκε με αυτούς που σκότωσαν τον ίδιο του τον γιο και τον φυλάκισαν για πρώτη φορά στην Ύδρα. Όταν αποφυλακίστηκε, ενώπιον της νέας απειλής που αυτή τη φορά άκουγε στο όνομα Ιμπραήμ είπε, φτάνοντας στο Ναύπλιο: «Πριν βγω στη στεριά έριξα στη θάλασσα όλα τα περασμένα. Κάμετε το ίδιο κι εσείς. Θάψετε μέσα σε εκείνο το λάκκο τα μίση σας και τας διαφοράς σας και βοηθήστε να διώξουμε τον καινούργιο εχθρό από τον τόπο μας».
Ο Κολοκοτρώνης δεν είχε μέσα και εξοπλισμό. Είχε ευρηματικότητα και φαντασία. Είχε τακτική και μέθοδο. Κι αν ήταν πρώτος στην ενέδρα και τα πολεμικά τεχνάσματα, ως χαρακτήρας ήταν ευθύς, στιβαρός και αξιόπιστος. Όταν έλεγε κάτι, όλοι ήξεραν ότι το εννοούσε. Το εννοούσε όταν προσπαθούσε να πείσει το στράτευμα ότι τριακόσιοι μπορούν να κατατροπώσουν δύο χιλιάδες. Το εννοούσε όταν απειλούσε τους λιποτάκτες ότι θα τους σκοτώσει και θα κρεμάσει στα δέντρα τα κομμάτια τους προς παραδειγματισμό. Εννοούσε το «τσεκούρι και φωτιά στους προσκυνημένους». Το εννοούσε όταν απειλούσε προύχοντες πως αν δεν συμμετάσχουν στην επανάσταση θα τους σκοτώσει. Κι επειδή όλοι ήξεραν ότι το εννοούσε, υπάκουαν.
Η είσοδος στον αγώνα
Από τα μέσα Απριλίου του 1821 τόσο ο Κολοκοτρώνης όσο και αρκετοί ακόμη Πελοποννήσιοι οπλαρχηγοί συγκεντρώθηκαν γύρω από το Βαλτέτσι. Το επόμενο διάστημα ο Κολοκοτρώνης προσπάθησε να εμφυσήσει στους απλούς χωρικούς, που βρίσκονταν μαζί του, τις αξίες μιας εθνικής υπόθεσης και την οργάνωση τακτικού στρατού. Είχε βεβαίως πολλά να αντιμετωπίσει και ανάμεσά τους τις δεισιδαιμονίες και το φόβο των οπαδών του. Είναι ενδεικτικό το περιστατικό που συνέβη ύστερα από μια καταδρομική επίθεση των Τούρκων που άφησε πίσω της αρκετούς νεκρούς. Μόλις οι άνδρες του αντίκρισαν τα τεμαχισμένα πτώματα κάποιων συντρόφων τους, κιτρίνισαν από το φόβο τους και δεν ζύγωναν. Τότε ο Κολοκοτρώνης άρπαξε τα διαμελισμένα πτώματα και άρχισε να τα φιλάει λέγοντας πως αυτοί ήταν άγιοι και θα πήγαιναν στον παράδεισο. Η ενέργειά του αυτή ήταν αρκετή για να καθησυχάσει τους άνδρες του.
Αρκετές φορές ο Κολοκοτρώνης συγκέντρωνε τους άνδρες του για να τους εκγυμνάσει. Τους έδειχνε πώς να χειρίζονται το όπλο, ενώ προσπαθούσε να τους καλλιεργήσει το αίσθημα της συντροφικότητας. Μια μέρα διαπίστωσε ότι η βάρδια που ήταν επιφορτισμένη να φυλάει σκοπιά είχε αποκοιμηθεί. Συγκέντρωσε τότε το στράτευμα και τους ρώτησε τι θα έκαναν ως τζομπάνηδες αν διαπίστωναν ότι ο σκύλος που είχαν βάλει να φυλάει τα πρόβατά τους δεν το είχε κάνει, με αποτέλεσμα να φάει τα πρόβατα ο λύκος. Όταν οι στρατιώτες απάντησαν ότι θα σκότωναν το σκύλο, αυτός είπε ότι στην περίπτωση των στρατιωτών επειδή ήταν η πρώτη τους φορά δεν θα έκαναν το ίδιο, αλλά ως ποινή θα τους έφτυναν όλοι οι υπόλοιποι.
Με απειλές και φοβέρες προσπαθούσε επίσης να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των συχνών λιποταξιών. Διόρισε μάλιστα ειδική υπηρεσία με καθήκοντα αστυνομίας στρατοπέδου. Να πώς περιγράφει το φαινόμενο ο Φωτάκος: «Πολλάκις έφευγαν οι στρατιώται χωρίς άδειαν και διά τούτο το πράγμα ήτο πολύ αγανακτισμένος ο αρχηγός και εσυλλογίζετο· εφοβέριζε τους απειθείς και έλεγεν ότι θα κάμη ένα δικαστήριον να τους κρίνη και να τους σκοτώνη. Μίαν ημέραν έπιασεν η αστυνομία ένα ύποπτον διά προδοσίαν, ότι εσκόπευε τάχα να υπάγη εις την Τριπολιτσάν εις τους Τούρκους, τον έβαλαν εις φύλαξιν οι δε αξιωματικοί του αρχηγού και χωριστά οι υπασπισταί του έκαμαν την ακόλουθον ωμότητα, αλλά πολύ ωφέλιμον διά την σωτηρίαν των άλλων, τον έστειλαν τον προδότην καταδικασθέντα εις του Τσαλτή τον Έλατον από κάτω όπου σταυρώνει ο δρόμος και τον έκαμαν τέσσαρα κομμάτια. Εκρέμασαν τα κομμάτια τριγύρω του τόπου όπου τον ελιάνισαν και τα κοιλάντερα και αίματα έμειναν κατάσπαρτα και τα έβλεπαν οι διαβάται και συγγενείς των στρατιωτών, οι οποίοι από εκεί επερνούσαν. Αφ’ ου έμαθαν τούτο οι στρατιώται ανεκατώθησαν και έγειναν σαν πεθαμένοι από τον φόβον τους. Τότε ο αρχηγός διέταξε να κατεβούν οι στρατιώται εις τον τόπον όπου εμέτραγε τους στρατιώτας διά να τους εξετάση, και αφ’ ου τους εξέτασε, τους εδιάβασεν έπειτα την διαταγήν της ημέρας και είπεν όποιος φύγη χωρίς άδειαν του καπετάνιου του θεωρείται ως λειποτάκτης και ότι αυτή είναι η τύχη του. Δεν ετολμούσαν πλέον να αναχωρήση κανένας χωρίς άδειαν γραπτήν του ιδίου αρχηγού, διότι τους έπιαναν οι φυλάττοντες αστυνόμοι του στρατοπέδου· επειδή είχεν αστυνομίαν διά να γνωρίζη ποίος έφευγε και ποίος ήρχετο εις το στρατόπεδον και ό,τι εγίνετο και τι έλεγαν οι στρατιώται αναμεταξύ των». Σε άλλες περιπτώσεις ο Κολοκοτρώνης, αφού γύμνωνε εντελώς τους λιποτάκτες, τους μουντζούρωνε από το κεφάλι ως τα πόδια με τον πάτο ενός τέντζερη. Ακολούθως τους παρέδιδε στη χλεύη του κόσμου.
Στα μέτωπα του πολέμου οι εξελίξεις ήταν επίσης έντονες. Διαβλέποντας τη δυσχερή θέση των Οθωμανών της Πελοποννήσου, ο Χουρσίτ Πασάς έστειλε από τα Ιωάννινα σημαντικές οθωμανικές στρατιωτικές δυνάμεις προκειμένου να εξοντώσει τους επαναστάτες. Με επικεφαλής τον Μουσταφάμπεη, οι Τούρκοι εισήλθαν στην Πελοπόννησο, έτρεψαν σε άτακτη φυγή τους πολιορκητές του Ακροκορίνθου και του Ναυπλίου και στις 6 Μαΐου μπήκαν στην Τρίπολη. Λίγες ημέρες αργότερα ο Μουσταφάμπεης επιχείρησε να αιφνιδιάσει τους Έλληνες πολιορκητές, επιτιθέμενος στο στρατόπεδό τους στο Βαλτέτσι. Ωστόσο, ο Κολοκοτρώνης είχε φροντίσει να διασπάσει τις ελληνικές δυνάμεις για να παραπλανήσει τους αντιπάλους του. Στο Βαλτέτσι είχε μείνει ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, ενώ ο Κολοκοτρώνης είχε μετακινηθεί στο Χρυσοβίτσι. Οι Τούρκοι επιτέθηκαν στις 12 και 13 Μαΐου 1821 με περισσότερους από 4.000 άνδρες. Οι δυνάμεις του Μαυρομιχάλη πιέστηκαν, ωστόσο η έγκαιρη επέμβαση του Πλαπούτα και στη συνέχεια του ίδιου του Κολοκοτρώνη υποχρέωσε τους Τούρκους σε υποχώρηση.
«Ω Θεέ, όλα τα όρη εκείνα εκλονίζοντο από τον ταχύν κρότον των κανονίων και της πληθύος των τόσων πυροβόλων όπλων», σημείωνε ο κληρικός Αμβρόσιος Φραντζής αποδίδοντας την ένταση της μάχης. Οι απώλειες υπήρξαν μεγάλες ιδιαίτερα για τους Τούρκους, οι οποίοι άφησαν στο πεδίο της μάχης και πολλά λάφυρα. «Εκείνος ο πόλεμος εστάθη η ευτυχία της Πατρίδος. Αν εχαλιώμεθα, εκινδυνεύαμε να μη κάμωμι ορδί πλέον», παρατηρούσε ο Κολοκοτρώνης. Στην άλλη πλευρά η κατάσταση ήταν διαφορετική. «Θρήνος και κλαυθμός πολύς εγίνετο μέσα εις την πόλιν, και δεν ήτον κανένα σπίτι χωρίς μυρολόγια και κλάμματα», παρατηρούσε ο υπασπιστής του Κολοκοτρώνη Φωτάκος. Μετά την καταστροφή των Τούρκων στο Βαλτέτσι ο κλοιός γύρω από την Τριπολιτσά έγινε ασφυκτικός.
Ο άνθρωπος και ο οπλαρχηγός
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης –χωρίς καμία αμφιβολία– υπήρξε η κορυφαία μορφή της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, βγαλμένη από τις ενδοξότερες σελίδες της ελληνικής ιστορίας, εκεί όπου ο μύθος και ο θρύλος συναντούν την ιστορία. Εφάμιλλος των ομηρικών ηρώων και των θρυλικών βυζαντινών ακριτών, ενσάρκωνε τα ιδανικά του προνεωτερικού ορθόδοξου κόσμου της ελληνικής χερσονήσου, όπου η ανάγκη της επιβίωσης καθιστούσε κόσμου της ελληνικής χερσονήσου, όπου η ανάγκη της επιβίωσης καθιστούσε συχνά δυσδιάκριτα τα όρια ανάμεσα στη νομιμότητα και την παρανομία, ενώ παράλληλα εξιδανίκευε τις αρετές της μπέσας και της τιμής. Δαιμόνιος και πανούργος, ατρόμητος και εγωιστής, τραχύς, ωμός και ευθύς, σκληρός με τους εχθρούς και απλόχερος με τους φίλους του, απέκτησε μυθικές διαστάσεις εμπνέοντας τους οπαδούς και σκορπώντας τον τρόμο στους αντιπάλους του. Πολλοί τον παρομοίαζαν με κύκλωπα, τον φαντάζονταν «τερατόμορφον τινά πιστεύοντες ότι είχε και τρίτον κατά το μέτωπον οφθαλμόν στογγυλόν ως κύκλωψ τις, και χαυλιόδοντας εκ των κάτω προς τα άνω προκύπτοντας ως κάπρου ή συός αγρίου». Ωστόσο, αυτός ο αγράμματος Μοραΐτης διέθετε τη λογική και τη σοφία του απλού λαού. Κάποτε ρώτησε τον γιο του τον Κουλίνο να του πει ποιος νόμιζε ότι ήταν ο εθνικός οίκος της Ελλάδας. Ο Κουλίνος του απάντησε πως ήταν το παλάτι του βασιλιά. Ο Κολοκοτρώνης όμως διαφώνησε, τονίζοντας πως ήταν το πανεπιστήμιο.
Ο Γέρος του Μοριά αγαπήθηκε και μισήθηκε όσο λίγοι. Οι ενέργειές του, πραγματικές ή φανταστικές, ήταν αδύνατο να περάσουν απαρατήρητες. Οι Στερεοελλαδίτες και οι Νησιώτες τον εχθρεύονταν, οι Φιλέλληνες και οι «φραγκοφορεμένοι» τον μισούσαν, οι Μοραΐτες τον λάτρευαν ως Μεσσία, οι Ναπαίοι τον αναγνώριζαν ως αρχηγό. Η διαμάχη γύρω από το όνομά του αντανακλάται και στην ιστοριογραφία. Για πολλές δεκαετίες η απομνημονευματογραφία του Αγώνα συνέχισε τις εμφύλιες διαμάχες της Επανάστασης, ενώ ιστορικοί και ιστοριοδίφες διαιώνισαν με την πένα τους τις τοπικές διαμάχες και τις ιδεολογικές αντιπαραθέσεις της εποχής. Χρειάστηκε να περάσουν πολλές δεκαετίες, να καταλαγιάσουν τα πάθη, να σβήσουν οι φωτιές της Επανάστασης για να αναδειχθούν οι ψύχραιμες αποτιμήσεις της δράσης του.
Έτσι, αργά αλλά σταθερά η μορφή του Γέρου του Μοριά κατέλαβε τη θέση που της άξιζε στο πάνθεον των ηρώων. Τον Απρίλιο του 1901 η πόλη του Ναυπλίου, με την παρουσία της βασιλικής οικογένειας, του πρωθυπουργού, πολλών υπουργών και άλλων επισήμων, τον τίμησε τοποθετώντας σε περίοπτο σημείο ορειχάλκινο ανδριάντα του, τον οποίο φιλοτέχνησε ο Λάζαρος Σώχος. Τον Οκτώβριο του 1930 τα οστά του μεταφέρθηκαν από την Αθήνα στην Τρίπολη και τοποθετήθηκαν σε λάρνακα, η οποία από το 1970 βρίσκεται σε ειδική κρύπτη στον έφιππο ανδριάντα του.
Ο Γέρος του Μοριά δεν υπήρξεν άτομον. Υπήρξεν ιδέα … Ο Κολοκοτρώνης ήτο η Ελλάς. Ήτο ο πιστός, ο ακατάβλητος, ο φλογερός οραματιστής του ονείρου, το οποίον εσφυρηλάτησε με την θερμήν πνοήν του εις ζωντανήν πραγματικότητα», έγραψε σε κύριο άρθρο της η εφημερίδα Εμπρός. Και πράγματι. Η ελληνική Πολιτεία, αναγνωρίζοντας την προσφορά του μεγάλου Έλληνα, τίμησε και εξακολουθεί να τιμά τη μνήμη του δίνοντας το όνομά του σε δρόμους και πλατείες, φιλοτεχνώντας αγάλματα και διαδίδοντας το παράδειγμά του. Κάτι είναι και αυτό στην προσπάθεια διατήρησης της εθνικής μνήμης. Τα λόγια του Γέρου του Μοριά εκφράζουν απόλυτα αυτήν ακριβώς την εθνική μνήμη: «Ο Θεός υπέγραψε την ελευθερία της Ελλάδος και δεν παίρνει πίσω την υπογραφή του».
“Ο Γέρος του Μοριά αγαπήθηκε και μισήθηκε όσο λίγοι. Οι ενέργειές του, πραγματικές ή φανταστικές, ήταν αδύνατο να περάσουν απαρατήρητες”.