Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης (ΧΑΤΖΕΦΕΝΤΗΣ): Ο ιερέας που βάπτισε και έδωσε το όνομά του στον Άγιο Παΐσιο
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας η καθ΄οιονδήποτε τρόπο παράνομη χρήση/ιδιοποίηση του παρόντος, με βαρύτατες αστικές και ποινικές κυρώσεις για τον παραβάτη
Γράφει ο Θεολόγος Γιώργος Φουκαδάκης
Ο Άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης -όπως έγραφε ο Άγιος Παΐσιος- ήταν «από τους βαθείς ασκητικούς Πατέρες (παλαιούς Καππαδόκες) με αρετές μεγάλες»!
Και τώρα που βρίσκεται στον Ουράνιο Πατέρα είναι φυσικό να βοηθάει περισσότερο από όσο βοηθούσε όταν ζούσε στη γη. Με την παρρησία που έχει αποκτήσει, μπορεί να παίρνει άφθονη Χάρη και να καταφθάνει αμέσως στους πονεμένους ανθρώπους.
Πριν 98 χρόνια, στις 10 Νοεμβρίου 1924 στο Κάστρο της Κέρκυρας, σε ηλικία ογδόντα τριών χρόνων, κοιμήθηκε ο Άγιος Αρσένιος, κρατώντας σφιχτά με το δεξί του χέρι στο στήθος το Λείψανο του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, ύστερα από σαράντα ημέρες παραμονής στη Μητέρα Ελλάδα. Πριν φύγουν από τα Φάρασα, το είχε προαναγγείλει: θα πέθαινε σε ένα νησί της Ελλάδας μετά από σαράντα ημέρες. Η
ταφή του έγινε στον ναό του Αγίου Γεωργίου στο Δημοτικό Κοιμητήριο της Κέρκυρας.
Μετά την κοίμησή του, παρουσίασε σημεία: θαύματα και εμφανίσεις.
Και το χώμα από τον τάφο του θαυματούργησε! Το 1945, τα αδέλφια του Αγίου Παϊσίου είχαν βρει τον τάφο, πήραν χώμα και το είχαν ρίξει στον τάφο ενός συγχωριανού τους που είχε μείνει άλιωτο το σώμα του στην Κόνιτσα και, λίγο μετά, το σώμα διαλύθηκε.
Η ανακομιδή του αγίου Λειψάνου του έγινε από τον Άγιο Παΐσιο, τον Οκτώβριο του 1958. Ενώ όλη την ημέρα έβρεχε καταρρακτωδώς, με το που έφθασε στο Κοιμητήριο η βροχή σταμάτησε και βγήκε ο ήλιος. Στις εννιά με δέκα το βράδυ, ενώ είχε πάρει μαζί του τα Λείψανα του Αγίου του στο ξενοδοχείο που έμεινε στην Κέρκυρα και προσευχόταν, δέχθηκε πειρασμό: δυο μαύρα και άγρια χέρια τον έσφιξαν από τον λαιμό για να τον πνίξουν! Επικαλέστηκε αμέσως τον Άγιο Αρσένιο και αισθάνθηκε μια δύναμη που τον απελευθέρωσε. Την επόμενη ημέρα μετέφερε το άγιο Λείψανο στην Κόνιτσα, όπου και παρέμεινε μέχρι το 1970.
Ο Όσιος Παΐσιος δέχθηκε το Ψυχοσάββατο 21 Φεβρουαρίου 1971, εορτή των Αγίων Θεοδώρων, στο Ησυχαστήριο της Σουρωτής την ολοζώντανη επίσκεψή του, τότε που ετοίμαζε την έκδοση του βιβλίου του για τον Άγιο. Δύο ώρες πριν τη Δύση του ήλιου, του παρουσιάστηκε ο Άγιος Αρσένιος και τον χάιδεψε στο κεφάλι. Έλεγε ότι «με άφησε με μια ανέκφραστη γλυκύτητα και αγαλλίαση ουράνια μέσα στην καρδιά μου».
Του παρουσιάστηκε πάλι ο Άγιος Αρσένιος το Σάββατο του Λαζάρου 29 Μαρτίου 1971, εορτή των Οσιομαρτύρων Βαραχησίου και Ιωνά, πολιούχων Αγίων στα Φάρασα, ενώ βρισκόταν στην Καλύβη του Τιμίου Σταυρού. Ήταν μεσάνυχτα και έλεγε την ευχή, χωρίς να έχει καταλάβει αν κοιμόταν ή ήταν ξύπνιος, είδε τον Άγιο Αρσένιο ως αξιωματικό ο οποίος επέβλεπε πολλούς εργάτες σε έναν απέραντο κάμπο με σιτάρι έτοιμο για το θερισμό.
Έκανε μάλιστα παρατηρήσεις σε όσους δε θέριζαν με τα λόγια: «Αφού θα σας πληρώσει ο Θεός, γιατί δε θερίζετε;». Ο Όσιος Παΐσιος εργαζόταν σκληρά και του απάντησε με φόβο ότι έχει μισό πνευμόνι και δεν μπορεί να εργαστεί περισσότερο.
Ο αξιωματικός του είπε ότι αυτό το γνωρίζει και ότι τον αγαπά περισσότερο γιατί δε δέχεται να κρατήσει τα χρήματα που του στέλνουν οι άνθρωποι. Μετά από αυτόν τον σύντομο διάλογο, ο αξιωματικός (Άγιος Αρσένιος) τον πήρε μαζί του σε ένα παράξενο όχημα που έτρεχε αστραπιαία επάνω από τη γη, χωρίς ρόδες ή φτερά. Ρώτησε τον Όσιο Παΐσιο πως τον λένε.
Στη συνέχεια του είπε ότι και αυτός είναι από τα Φάρασα, από το γένος Φράγκου (Τσαπάρη). Αμέσως
άλλαξε τη μορφή του (αυτό που μπορούν να κάνουν οι Άγιοι) και έγινε ο Άγιος Αρσένιος που τον αγκάλιασε και τον φιλούσε. Πριν χορτάσει αυτήν τη μυστική συνάντηση σταμάτησε το όχημα και του είπε να κατέβει, ενώ εκείνος του είπε ότι θα συνέχιζε για τη Θεσσαλονίκη, γιατί έμενε εκεί κοντά.
Η Εκκλησία το 1986 ανακήρυξε την αγιότητα του Αγίου Αρσενίου και καθόρισε να εορτάζει τη μνήμη του στις 10 Νοεμβρίου, ημέρα της κοίμησής του. Η κάρα του, τα άγια λείψανά του και ο ναός προς τιμήν του βρίσκονται δίπλα στον Τάφο του Αγίου Παϊσίου στο Ησυχαστήριο της Σουρωτής.
Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ
Α. Στα Φάρασα
Ο Άγιος Αρσένιος (κατά κόσμον Θεόδωρος Αννητσαλήχος ή Αρτζίδης) γεννήθηκε το 1840 στα Φάρασα (Βαρασός) της Καππαδοκίας, στο μεγαλύτερο από τα έξι χριστιανικά χωριά της περιφέρειας των Φαράσων. Ο πατέρας του Ελευθέριος Αννητσαλήχος ήταν δάσκαλος. Η μητέρα του ονομαζόταν Βαρβάρα Φράγκου (Τσαπάρη) και ήταν συγγενής με την Ευλογία Φράγκου-Εζνεπίδη, μητέρα του Αγίου Παϊσίου. Είχε έναν αδελφό, τον Βλάσιο. Σε μικρή ηλικία έμεινε ορφανός πρώτα από πατέρα του και μετά από μητέρα. Τον μεγάλωσε η αδελφή της μητέρας του. Μικρό παιδί κινδύνευσε σοβαρά, όταν παρασύρθηκε από έναν χείμαρρο, και σώθηκε από κάποιον άγνωστό του ο οποίος τον ανέβασε στο άλογό του. Ήταν ο Άγιος Γεώργιος που εκεί κοντά υπήρχε το εκκλησάκι του.
Τα πρώτα του γράμματα ο Θεόδωρος (Άγιος Αρσένιος) τα έμαθε στα Φάρασα.
Έγινε μοναχός στην Ιερά Μονή του Τιμίου Προδρόμου Φλαβιανών (Ζιντζή – Ντερέ) στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, στα είκοσι έξι χρόνια του, και ονομάστηκε Αρσένιος. Χειροτονήθηκε διάκονος από τον Μητροπολίτη Καισάρειας Παΐσιο Β΄ (1777- 1871) -από τον οποίο ο Άγιος Παΐσιος έλαβε το όνομά του- και κατόπιν τον έστειλε στα Φάρασα ως δάσκαλο για τα παιδιά, καθώς εκεί δεν υπήρχε σχολείο.
Μάθαινε γράμματα στα παιδιά, τα οποία συνήθως γονάτιζαν επάνω σε δέρματα προβάτων, για να αποφεύγουν τα προβλήματα με τους Τούρκους που νόμιζαν ότι προσεύχονται. Άλλες φορές το μάθημα γινόταν σε μια σπηλιά στο εξωκκλήσι της Παναγίας (σο Κάντσι). Στα τριάντα του χρόνια ο Όσιος Αρσένιος χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στην Καισάρεια της Καππαδοκίας. Έγινε πνευματικός και
αρχιμανδρίτης. Για πενήντα πέντε χρόνια λειτουργούσε στα Φάρασα στον Ναό των Οσιομαρτύρων Βαραχησίου και Ιωνά, στα άλλα πενήντα εξωκκλήσια και παλιά ασκητήρια της Καππαδοκίας.
Η άσκησή του
Έμενε σε ένα πολύ φτωχό σπίτι. Δίπλα ήταν το κελί του με το πάτωμά του να είναι με χώμα. Κάτω από το εικονοστάσι του, είχε ένα δέρμα και πάνω σ’ αυτό γονάτιζε για να προσευχηθεί ή καθόταν για να μελετήσει την Αγία Γραφή, τους Βίους των Αγίων, διάφορα κείμενα Πατέρων και τα θαύματα της Παναγίας, τα οποία αγαπούσε πολύ.
Στο σπίτι του συγκεντρώνονταν οι μεγαλύτεροι στην ηλικία∙ τους ερμήνευε το Ευαγγέλιο και τους διηγιόταν τον Βίο του Αγίου της ημέρας και ιστορίες από την Παλαιά Διαθήκη. Δεν ήθελε να ξεχνούν την Ελλάδα, γι’ αυτό όταν βάπτιζε τα παιδιά έδινε ονόματα ελληνικά, όπως Αθήνα. Στο κελί του έμενε έγκλειστος δύο φορές την εβδομάδα, την Τετάρτη και την Παρασκευή, και προσευχόταν.
Μετά το προσκύνημά του στους Αγίους Τόπους άρχισαν να τον φωνάζουν Χατζεφεντή. Έκανε πέντε προσκυνήματα στους Αγίους Τόπους. Την τρίτη φορά που πήγε μαζί με άλλους προσκυνητές από τα Φάρασα στον Ναό της Αναστάσεως στα Ιεροσόλυμα, κατά τη Μεγάλη Είσοδο την ώρα που ο Πατριάρχης διάβαζε την ευχή, άστραψε το πρόσωπό του και προξένησε σε όλους μεγάλη εντύπωση.
Αν και πολλές φορές του πρότειναν να τον κάνουν επίσκοπο, ο ίδιος δε δέχθηκε φοβούμενος την
υπερηφάνεια. Στον κεντρικό ναό πηγαίνοντας για τον Εσπερινό, καθώς άνοιξε την πόρτα,
του παρουσιάστηκε μια γυναίκα που άστραφτε το πρόσωπό της. Ήταν η Παναγία!
Στις ολονυχτίες, παρέμενε όρθιος όλη τη νύχτα. Σε μία τέτοια αγρυπνία στο Εξωκκλήσι της Παναγίας (σο Κάντσι) είδε να ψάλλει στο απέναντι αναλόγιο ένας ασπρομάλλης Γέροντας, ο Άγιος Χαράλαμπος! Στην Εκκλησία διάβαζε το Ευαγγέλιο της ημέρας στα ελληνικά, στα φαρασιώτικα και στα τουρκικά.
Ήταν πολύ αυστηρός στον εαυτό του και πολύ επιεικής στους άλλους.
Ως πνευματικός δεν έβαζε, συνήθως, κάποιο κανόνα (επιτίμιο) και προσπαθούσε να κάνει τους ανθρώπους να συναισθανθούν μόνοι τους τα σφάλματά τους. Ήθελε οι άνθρωποι από φιλότιμο να κάνουν την όποια άσκηση ή τις ελεημοσύνες τους.
Αρκετές φορές για να κρύψει την υψηλή πνευματική του κατάσταση, την αγιότητά του, έκανε τον «διά Χριστόν σαλόν», παρουσιάζοντας ψεύτικες ιδιοτροπίες, κάνοντας τον θυμώδη, τον γαστρίμαργο και άλλα παρόμοια. Αν και δεν έτρωγε ποτέ κρέας, όταν βρισκόταν σε κάποιο τραπέζι για να μη στενοχωρήσει τους οικοδεσπότες πίεζε τον εαυτό του, εφόσον δεν ήταν ημέρα νηστείας, να φάει λίγο κρέας. Μόλις όμως επέστρεφε στο κελί του, έκανε υπέρμετρη άσκηση χωρίς να τρώει και να πίνει νερό για ημέρες για τις μπουκιές του κρέατος που είχε δοκιμάσει.
Του είχε δοθεί από τον Θεό το διορατικό, προορατικό και ιαματικό Χάρισμα.
Πριν τον ερχομό τους στην Ελλάδα, ο Άγιος Αρσένιος είχε πληροφορηθεί από τον Θεό για τον ξεριζωμό τους από την πατρίδα τους, τα Φάρασα, και τους έλεγε να κάνουν οικονομίες για τον δρόμο.
Τους έλεγε ότι στην Ελλάδα που θα πάνε δε θα βρουν τόσο μεγάλη πίστη και θα διασκορπιστούν σε πολλά μέρη. Ο ίδιος θα ζήσει μόνο σαράντα μέρες εκεί. Οι κάτοικοι των Φαράσων, τα τελευταία χρόνια που βρίσκονταν στον τόπο τους, είχαν μαζέψει χρήματα για να οικοδομήσουν έναν καινούργιο Ναό. Ο Άγιος Αρσένιος τους πρότεινε αυτά τα χρήματα να τα μοιράσουν στις φτωχές οικογένειες. Οι οικογένειες όμως αυτές δεν δέχθηκαν να πάρουν τα χρήματα που προορίζονταν για την Εκκλησία.
Καθώς ετοιμάζονταν να φύγουν από τα Φάρασα οι κάτοικοι κατά τον ξεριζωμό τους, είπαν στο Άγιο να πάρουν μαζί τους τα χρήματα αυτά για να οικοδομήσουν έναν Ναό στην Ελλάδα, όπου πίστευαν ότι θα έμεναν όλοι μαζί. Τότε ο Άγιος Αρσένιος τους είπε με κλάματα: «Στην Ελλάδα θα βρείτε πολλές Εκκλησίες, αλλά την πίστη που υπάρχει εδώ δε θα τη βρείτε». Ακόμα τους είπε στη φαρασιώτικη
διάλεκτο να μη χαίρονται που θα πάνε στην Ελλάδα, γιατί εκεί θα γίνουν: «τάρμα ταγάν, παρτσά – παρτσά κορενέκ» (κομμάτια – κομμάτια, θα γίνετε ρεζίλι).
Είχε μιλήσει ακόμα για πολέμους και συμφορές, όπως ότι «το 1941 τα αρνιά θα είναι μαύρα».
Ο ιατρός των Φαράσων
Οι κάτοικοι των Φαράσων ανέφεραν ότι στην πατρίδα τους δεν είχαν γιατρό. Ο Άγιος Αρσένιος θαυματουργούσε. Με την προσευχή του ήταν ο ιατρός των ψυχών και των σωμάτων τους, γιατί είχε μέσα του τη Θεία Χάρη. Όταν του πήγαιναν αρρώστους για να τους θεραπεύσει, δεν κοίταζε αν ήταν χριστιανοί ή μουσουλμάνοι αλλά από ποια αρρώστια έπασχαν για να τους διαβάσει την ανάλογη ευχή από το Ευχολόγιο ή το Ψαλτήρι (διάβαζε συγκεκριμένους ψαλμούς για ανάλογη δυσκολία ή ασθένεια).
Το Ευαγγέλιο το διάβαζε για πολύ σοβαρές ασθένειες
. Αν ο άρρωστος δεν μπορούσε να μετακινηθεί, κράταγαν οι δικοί του ένα ρούχο του που το διάβαζε ο Όσιος και του το πήγαιναν να το φορέσει για να θεραπευτεί. Τις ημέρες που παρέμενε έγκλειστος στο κελί του οι άρρωστοι που τον επισκεπτόταν έπαιρναν χώμα από το κατώφλι της πόρτας του για να το χρησιμοποιήσουν στη θεραπεία τους. Μερικοί άρρωστοι Τούρκοι θεωρούσαν ανάξιο τον εαυτό τους να τους διαβάσει τις ευχές ο Όσιος Αρσένιος και έπαιρναν στάχτη από το θυμιατό του, το διέλυαν στο νερό και το έπιναν. Πολλοί από ευγνωμοσύνη ήθελαν να του προσφέρουν, μετά από κάποια θεραπεία τους, χρήματα ή δώρα. Ο ίδιος δεν τα δεχόταν, ούτε τα έπαιρνε στα χέρια του. Μάλιστα έλεγε τη φράση: «Η πίστη μας δεν πουλιέται».
Η Βάπτιση του Αγίου Παϊσίου
Ο Άγιος Αρσένιος βάπτισε όλα τα αβάπτιστα παιδιά πριν το μεγάλο ταξίδι τους για την Ελλάδα. Καθώς ετοιμαζόταν να βαπτίσει, στις 7 Αυγούστου 1924 (π.η.), το δεκατριών ημερών παιδί του Προδρόμου και της Ευλογίας, τον μετέπειτα Άγιο Παΐσιο, ζήτησε να μην του δώσουν το όνομα του παππού του παιδιού Χρήστου Φράγκου. Είπε στη νονά του παιδιού να του δώσει το δικό του όνομα, δηλαδή Αρσένιος, για να αφήσει όπως είπε «καλογέρι στο πόδι του». Νονά του Αγίου Παϊσίου ήταν η εξαδέλφη του Αναστασία Θεοδοσίου, κόρη της αδελφής του Προδρόμου Εζνεπίδη Δέσποινας.
Β. Ο ξεριζωμός από τα Φάρασα προς τη μητέρα Ελλάδα και την Κέρκυρα
Ο Άγιος Αρσένιος σε ηλικία ογδόντα τριών ετών ακολούθησε τους συμπατριώτες του κατά τον βίαιο ξεριζωμό από την πατρίδα τους. Πριν ξεκινήσουν, προσευχήθηκε στον Θεό να φτάσουν όλοι καλά στην Ελλάδα, γιατί το ταξίδι θα ήταν μακρύ και δύσκολο.
Συνοδοί του στον δρόμο προς την Ελλάδα ήταν ο συγγενής του Μωυσής Κογλανίδης, ο Σαράντης Τσοπουρίδης και ο Σολομών Κοσκερίδης.
Την Τετάρτη 14 Αυγούστου 1924 (παλαιό ημερολόγιο), παραμονή της γιορτής της Κοίμησης της Θεοτόκου, οι διακόσιες τέσσερις οικογένειες (583 άνθρωποι) από τα Φάρασα (Βαρασός) αναχώρησαν για τη Μητέρα Ελλάδα. Στις Αχγαβούδες (Γιαχ – Γυαλί), στο πρώτο χωριό που διανυκτέρευσαν, γιόρτασαν την
Κοίμηση της Θεοτόκου. Ο Χατζεφεντής επέστρεψε με τα πόδια στα Φάρασα, για να πάρει το Λείψανο του Αγίου Ιωάννη Χρυσοστόμου από τον κεντρικό ναό και να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων.
Περπάτησαν συνολικά εκατόν πενήντα χιλιόμετρα νότια μέχρι το λιμάνι της Μερσίνας. Ο Χατζεφεντής ακολουθούσε, παρά το γήρας, με τα πόδια. Ποτέ άλλωστε δεν ανέβαινε σε ζώα για να μεταφερθεί. Με το ζόρι τον ανέβασαν σε μια καρότσα για να φτάσει στο λιμάνι. Εκεί οι Τούρκοι που είχαν έρθει από την Κρήτη (Τουρκοκρητικοί) κατά την ανταλλαγή, αισθανόμενοι οργισμένοι και καθώς ήσαν βίαιοι σκότωσαν πολλούς πρόσφυγες, ακόμα και έγκυες γυναίκες! Από τη Μερσίνα οι δύο χιλιάδες πρόσφυγες από την περιφέρεια των Φαράσων, ήταν η τελευταία αποστολή που αναχώρησε για την Ελλάδα με το πλοίο «Αρχιπέλαγος». Στο πλοίο δύο ναύτες τσακώνονταν μεταξύ τους, και άρχισαν να βλασφημούν τον
Χριστό και την Παναγία. Ο Άγιος Αρσένιος τους είχε προειδοποιήσει ότι εκεί που πάνε δε θα βρουν την πίστη που είχαν στα Φάρασα.
Μετά από ένα μήνα ταξίδι με το πλοίο «Αρχιπέλαγος», το Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 1924 (νέο ημερολόγιο της Μητέρας Ελλάδας) η οικογένεια του Προδρόμου και της Ευλογίας Εζνεπίδου με τις τριακόσιες ογδόντα οικογένειες από τα έξι χωριά των Φαράσων έφτασαν στον Πειραιά. Ο Αρσένιος (Άγιος Παΐσιος) ήταν σαράντα ημερών όταν ήρθε ως προσφυγόπουλο στην Ελλάδα. Έμειναν σε σκηνές στον Άγιο Γεώργιο στο Κερατσίνι για τρεις εβδομάδες, «μέσα στα σύρματα», κάτω από δύσκολες συνθήκες. Ορισμένες οικογένειες που είχαν συγγενείς στην Αθήνα και δήλωσαν τη διεύθυνσή τους μπόρεσαν και εγκαταστάθηκαν στα περίχωρα της Αθήνας.
Οι υπόλοιπες οικογένειες, μαζί με τον Άγιο Αρσένιο, μεταφέρθηκαν με πλοίο στη Κέρκυρα, όπου παρέμειναν προσωρινά στο Κάστρο της. Ο Άγιος Αρσένιος έζησε στο Κάστρο της Κέρκυρας δύο εβδομάδες και λειτούργησε δύο φορές στον Ναό του Αγίου Γεωργίου. Την τελευταία εβδομάδα της επίγειας ζωής του την πέρασε στο Νοσοκομείο της Κέρκυρας.
Δύο ημέρες πριν πεθάνει κάλεσε τον ψάλτη και φίλο του Πρόδρομο Κορτσινόγλου και του είπε η Παναγία του απεκάλυψε ότι σε δύο ημέρες θα έφευγε για την άλλη ζωή και ότι τον πήγε και γύρισε τα μοναστήρια του Αγίου Όρους που είχε έντονη επιθυμία να δει και ποτέ δεν είχε πάει. Του είπε ακόμα να μη στενοχωρηθεί, γιατί η σύζυγός του Κυριακή -η οποία έκανε στο Νοσοκομείο το τελευταίο λούσιμο στον Άγιο Αρσένιο- θα πέθαινε μετά από οκτώ ημέρες. Του είπε ακόμα ότι μετά από δεκατρείς
ημέρες θα πέθαινε και η Αλμαλού, σύζυγος του Στέφανου Καραμουρατίδη.
Πράγματι, όλα έγιναν όπως τα είπε ο Άγιος Αρσένιος.
Στο τελευταίο κήρυγμά του αναφέρθηκε στο βαθύτερο νόημα της ζωής: «Την ψυχή, την ψυχή να φροντίζετε περισσότερο και όχι τη σάρκα που θα πάει στο χώμα και θα τη φάνε τα σκουλήκια».
Οι Φαρασιώτες αρρώσταιναν συχνά στην Κέρκυρα, επηρεασμένοι από το υγρό κλίμα της. Επίσης, δεν είχαν που να εργαστούν, καθώς έμεναν μέσα στο Κάστρο της. Οι ίδιοι δεν ήθελαν τη θάλασσα αλλά ενδιαφέρονταν για ορεινά μέρη, όπου θα έβρισκαν χωράφια για να τα καλλιεργήσουν (αυτό που έκαναν στην πατρίδα τους) και να ζήσουν από αυτά. Γι’ αυτό αποφάσισαν, αφήνοντας προς στιγμήν τον «θησαυρό» τους τον Άγιο Αρσένιο, να φύγουν στα τέλη του Ιουνίου 1925 από το Κάστρο της και
να καταλήξουν το 1926 στην Κόνιτσα.
Ο Πρόδρομος ο ψάλτης του Αγίου Αρσενίου με τη σύζυγό του Αναστασία, τη νονά του μικρού Αρσένιου, του διηγούνταν ιστορίες για τον Άγιο Αρσένιο. Ο μικρός Αρσένιος αγαπούσε πολύ τη νονά του Αναστασία
και πολλές φορές άκουσε από το στόμα της τα όσα συνέβησαν με τον Άγιο Αρσένιο κατά τη Βάπτισή του στα Φάρασα. Ο Πρόδρομος ο ψάλτης του Αγίου πέθανε στην Κόνιτσα το 1960 και η σύζυγός του Αναστασία, η νονά του Αγίου, πέθανε το 1981.