Η Βάσια Παναγοπούλου μίλησε στο greekaffair.gr και στον Κυριάκο Τσικορδάνο σε μια συνέντευξη εφ’όλης της ύλης.
Βάσια, τι θυμάσαι από τα παιδικά σου χρόνια, έχεις θετικές ή αρνητικές αναμνήσεις; Ποιες υπερισχύουν;
Τα παιδικά μου χρόνια είναι γεμάτα από εικόνες του νησιού μου, θάλασσα και ήλιο. Έχουν και απώλειες ανθρώπων αγαπημένων. Όμως ποτέ δεν αφήνω να υπερισχύουν αρνητικές σκέψεις ή συναισθήματα.
Ποια ήταν η σχέση σου με την οικογένεια σου; Ήταν άνθρωποι δοτικοί; Ζούσες σε ένα ήρεμο και αρμονικό περιβάλλον;
Πήρα πολύ αγάπη ως παιδί. Θυμάμαι βέβαια τον μπαμπά μου να μου τραβάει τα κοτσιδάκια όταν αυθαδίαζα, αλλά θυμάμαι και βόλτες και αγκαλιές και παγωτά και κούκλες και βόλτες με ποδήλατα…
Μικρή ήσουν ήρεμο παιδί; Είχες διάφορες ασχολίες;
Θα έλεγα πως ήμουν «πνεύμα αντιλογίας», όπως με αποκαλούσε η γιαγιά μου. Είχα πάντα το θάρρος της γνώμης μου και δεν με πείραζε να μπω τιμωρία αν ήταν για κάτι που πίστευα ότι είχα δίκιο εγώ και όχι «οι μεγάλοι».
Θυμάσαι εκείνον τον καιρό, τι έλεγες στους γονείς σου, στους φίλους σου, ότι θα ήθελες να γίνεις, όταν μεγαλώσεις;
Α, στην αρχή ήθελα να γίνω κτηνίατρος γιατί αγαπάω πολύ τα ζώα και πάντα όποιο άρρωστο γατάκι έβρισκα στο δρόμο το κουβάλαγα σπίτι – προς απελπισία της μητέρας μου. Έπειτα ήθελα να γίνω δασκάλα, δικηγόρος – ποτέ όμως ηθοποιός!
Βάσια, τι ήταν αυτό που σε μάγεψε την εποχή εκείνη και σε παρέσυρε ώστε να ασχοληθείς επαγγελματικά με την υποκριτική;
Με πήγε η μητέρα μου να δω μια παράσταση. Άκουσα τα τρία κουδούνια πριν την έναρξη, μαγεύτηκα από το θρόισμα της αυλαίας. Σκέφτηκα: είναι όλα μαγικά εδώ!
Στην Αθήνα πότε έρχεσαι και με τι αφορμή;
Στην Αθήνα ήρθα με αφορμή μια απώλεια: του πατέρα μου. Ήμουν 10 ετών. Δύσκολο πολύ..
Τα πρώτα σου χρόνια στο χώρο του θεάτρου και την τέχνης πώς ήταν; Ηταν εύκολα,η δύσκολα ;
Ήρθαν όλα εύκολα. Με ανακάλυψε ο Γιάννης Δαλιανίδης και μου άνοιξε τη μαγική πόρτα της τηλεόρασης και του κινηματογράφου. Ήμουν πολύ τυχερή!!!
Βάσια, λίγο πολύ όλοι μας σε μάθαμε μέσα από της ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου τις δεκαετίας του ‘80 και του Γιάννη Δαλιανίδη. Θα ήθελα να σε ρωτήσω πως θα χαρακτήριζες σήμερα μετά από τόσα χρόνια τον Γιάννη Δαλιανίδη, τι υπήρξε για σένα;
Στον Γιάννη χρωστάω την ύπαρξη μου στο χώρο. Με εμπιστεύτηκε, με δίδαξε και με παρακολουθούσε πάντα περήφανος. Είναι υπέροχο να σε οδηγεί στα πρώτα σου βήματα μια τόσο εξαιρετική περίπτωση σκηνοθέτη και δημιουργού. Είναι ευλογία.
Θα ήθελα όμως να περάσουμε και σε μια άλλη μεγάλη σημαντική στιγμή της καριέρας σου, αυτήν όταν γνωρίζεις για πρώτη φορά τον Αντρέα Βουτσινά. Μίλησε μας λίγο για αυτήν την γνωριμία.
Με τον Ανδρέα Βουτσινά γνωριστήκαμε, συζητήσαμε για πιθανή συνεργασία αλλά μέχρι να συναντηθούμε επαγγελματικά πέρασαν χρόνια. Με κάλεσε να πάω στη Θεσσαλονίκη στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και να παίξω σε ένα έργο κλασσικό και πολύ απαιτητικό: Το πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα του Ευγένιου Ο’ Νηλ.
Τι εμπειρίες και τι γνώση αποκόμισες από εκείνο τον μεγάλο σκηνοθέτη του ελληνικού θεάτρου;
Με τον Ανδρέα όσο καιρό έμεινα στη Θεσσαλονίκη, περνούσαμε όλη τη μέρα μαζί. Πρωί – βράδυ. Μιλούσαμε ώρες ατέλειωτες. Ήταν μαγευτικός. Συναρπαστικός. Είναι σπουδαίο να θαυμάζεις και να εμπιστεύεσαι άνευ όρων τον σκηνοθέτη σου. Υπήρξε δάσκαλος και δεύτερος πατέρας μου. Οδηγός και εμπνευστής μιας κοσμοθεωρίας που μαζί του ανέπτυξα και με οδηγεί ακόμα.
Θα θεωρούσες τον Αντρέα Βουτσινά ως τον άνθρωπο που έκοψε την κορδέλα της σκηνοθετικής σου καριέρας;
Ο Βουτσινάς είναι κεφάλαιο ζωής για εμένα. Τον θαύμασα και τον ακολούθησα ως το τέλος της ζωής του. Είμαι ευλογημένη που τον συνάντησα.
Να γυρίσουμε στο παρόν και πάλι, Βάσια, και να μου πεις, πώς προέκυψε η ιδέα του Χυτηρίου, να το μετατρέψεις σε ένα όμορφο πολιτιστικό στολίδι;
Το Χυτήριο ήρθε στο δρόμο μου. Το βρήκα κάπως.. παροπλισμένο. Όχι και τόσο ενεργό όσο ήταν με το ζεύγος Βασιλακοπούλου – Μητρούση. Έμεινα πολλά βράδια απελπισμένη να κοιτάω την αυλή του χορταριασμένη. Έβλεπα την ομορφιά και τη δυναμική του. Όμως με έπιανε απελπισία που δεν ήξερα από πού να αρχίσω.. Η περιοχή του Γκαζιού είναι πολύχρωμη και πολυσυλλεκτική. Και αυτό στάθηκε και η αρχή της σκέψης ενός πολυχώρου φιλικού προς όλες τις μορφές τέχνης και προσιτού στους ανθρώπους που ήθελαν να εκφραστούν. Με πολύ κόπο, σκληρή προσωπική εργασία, κόντρα σε δυσκολίες ενδογενείς αλλά και από εξωτερικούς παράγοντες, θεωρώ πως σήμερα το Χυτήριο είναι υπόδειγμα λειτουργίας και έκφρασης.
Πρόσφατα πήρες ένα πολύ σημαντικό βραβείο για σένα την ίδια. Θα ήθελες να μας πεις τα συναισθήματα που νιώθεις άλλα και τι κίνητρα σου δίνει το βραβείο αυτό;
Είναι σπουδαίο να αναγνωρίζεται η δουλειά σου. Το βραβείο Προσωπικότητες απονέμεται από την Ακαδημία Ελληνικών Βραβείων Τέχνης και την Κερκυραϊκή Ένωση Πειραιά τιμητικά για το σύνολο της δραστηριότητας στον χώρο του θεάτρου. Το έχω στο Χυτήριο κάτω από το πορτραίτο του Ανδρέα Βουτσινά. Να θυμάμαι σε ποιον οφείλω αυτό που είμαι και αυτά που κατάφερα και να παίρνω δύναμη για αυτά που πρέπει να αντιμετωπίσω καθημερινά σε μια χώρα που δοκιμάζεται και που η Τέχνη είναι είδος πολυτελείας.
Βάσια, όλος ο κόσμος γνωρίζει ότι είσαι ένα δραστήριο άτομο που του αρέσει πάρα πολύ η δημιουργία και ένας λόγος, φαντάζομαι, που ασχολήθηκες με την σκηνοθεσία είναι και αυτός. Θα ήθελα να σε ρωτήσω όμως, εκτός από σκηνοθέτης είσαι και επιχειρηματίας. Ο χρόνος που αφιερώνεις ως επιχειρηματίας, μπορεί να «σκοτώσει» την σκηνοθετική σου δημιουργία;
Άφησα πίσω την Βάσια Παναγοπούλου ηθοποιό. Έπρεπε να σταθεί στα πόδια του το Χυτήριο. Δεν γινόταν αλλιώς. Μου έλειψε η σκηνή. Θα επιστρέψω τον χειμώνα στο σανίδι. Σκηνοθετικά θα είμαι παρούσα και πάλι αυτό τον χειμώνα.
Το χειμώνα που μας πέρασε στο Χυτήριο ανέβασες σε δική σου σκηνοθεσία και διασκευή το έργο ΑΝΝΑ ΦΡΑΝΚ. Μίλησε μας λίγο, ποια είναι η γεύση που έχεις πια μετά το τέλος αυτής της παράστασης;
Αγαπώ πολύ αυτό το μικρό κορίτσι, την Άννα Φρανκ. Αυτός ήταν ο λόγος που αποφάσισα να σκηνοθετήσω την παράσταση. Μοιράστηκα όμορφες στιγμές με τους ηθοποιούς αλλά και με το κοινό που την παρακολούθησε, την επιδοκίμασε και με συγκίνησαν κυρίως τα νέα παιδιά που ήρθαν στο θέατρο και έφυγαν συγκινημένα. Πόσο όμορφο και δημιουργικό είναι στ’ αλήθεια όλο αυτό!!!
Σήμερα, τι πρέπει να προσέξει ένας σκηνοθέτης για να βγει σωστό το αποτέλεσμα μια καλής θεατρικής παράστασης;
Να είναι αρμονικά δεμένος με τους ηθοποιούς του. Οι ηθοποιοί είναι ευαίσθητα πλάσματα, ανασφαλή, γοητευτικά και εγώ τους νιώθω – είμαι μια από αυτούς. Θα πρέπει επίσης να έχει καλούς συνεργάτες σε όλα: φωτισμούς, σκηνικά, κλπ.
Βάσια, με τις δουλειές σου είσαι επιλεκτική; Σου αρέσει να διαλέγεις εσύ τι έργο θα σκηνοθετήσεις ή θα παίξεις ή σου αρέσει να σου προτείνουν και άλλοι ;
Το να είσαι επιλεκτικός δεν σημαίνει ότι θα είσαι πάντα η αρχή όλων. Φυσικά και μου αρέσει να ακούω προτάσεις και να τις συζητώ.
Τι σημαίνει σκηνοθέτης για εσένα; Θεωρείς ότι έχει αλλάξει η έννοια αλλά και η λειτουργία της σκηνοθεσίας σε σχέση με 20 – 30 χρόνια πριν;
Εγώ έχω πάντα στην καρδιά και το μυαλό μου τους δασκάλους μου στο Θέατρο. Αυτοί με διαμόρφωσαν. Ο σκηνοθέτης οφείλει να εμπνέει τους ηθοποιούς του. Είναι σαν μια ορχήστρα ο θίασος. Χωρίς τον μαέστρο, κάθε όργανο θα έπαιζε κάνοντας του κεφαλιού του.. το Θέατρο είναι άθλημα ομαδικό με αρχές και κανόνες.
Τι είναι αυτό που σε φοβίζει πιο πολύ σήμερα; Και τι σου δίνει δύναμη;
Δύναμη μου δίνουν τα παιδιά μου και τα παιδιά όλου του κόσμου. Γι’ αυτά οφείλουμε να παλεύουμε. Και όταν παλεύεις για ιδανικά, γίνεσαι δυνατός. Με φοβίζει αυτό που δεν παλεύεται, η έλλειψη υγείας.
Ποια είναι η γνώμη σου για τον έρωτα; Μπορεί να σε κάνει πιο δημιουργική ή να σε αποσυντονίσει σαν γυναίκα και να σε βγάλει έξω από τα νερά σου;
Υπάρχει πιο όμορφη κατάσταση από το να είναι κάποιος ερωτευμένος; Όχι, κάθε μέρα.. αυτό καταντάει ανοησία, ελαφρότητα και στο κάτω κάτω ασέβεια για τα ίδια τα συναισθήματά σου. Εγώ «δεν ζω για τον έρωτα». Δεν με αφορά σε αυτή τη διάσταση. Με αφορά μόνο αν μπορεί να με κάνει δημιουργική, να έχω την αίσθηση ότι πετώ. Είμαι απόλυτη σε αυτό γιατί παραμένω αμετανόητα ρομαντική σε μια εποχή ανάλγητη και σε ένα χώρο δουλειάς όπου όλα προσφέρονται εύκολα.
Και ερχόμαστε στο σήμερα, στο τώρα, και στην παράσταση που ξεκίνησε να φιλοξενεί το καλοκαιρινό Χυτήριο: «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης». Πώς προέκυψε η ιδέα να ανέβει ένα τόσο μεγάλο θεατρικό έργο που όλοι, λίγο πολύ, το γνωρίζουμε από τον ελληνικό κινηματογράφο, στον καλοκαιρινό πολυχώρων του Χυτηρίου;
Ήθελα πολύ να συνεργαστώ με τους Θανάση Παπαθανασίου και Μιχάλη Ρέππα. Μου πρότειναν τον «Λευτεράκη» και αμέσως συμφώνησα. Τόσο απλά.
Γιατί επέλεξες να ανέβει στο καλοκαιρινό Χυτήριο «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης» κι όχι κάποιο άλλο θεατρικό έργο;
Χαίρομαι που ο κήπος του Χυτηρίου έχει άρωμα παλιάς Αθήνας και που τόσο ταιριάζει με την νοσταλγική νότα της παράστασης. Θεωρώ πως ο Αλέκος Σακελλάριος είναι μια σπουδαία περίπτωση στο ελληνικό θέατρο και τον κινηματογράφο. Αξίζει να αναβιώνουν τα έργα του που μας προσφέρουν ευθυμία και ποιότητα χιούμορ και πνεύματος.
Με ποια κριτήρια επέλεξες του ηθοποιούς που συμμετέχουν στην παράσταση «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης»;
Οι σκηνοθέτες αποφασίζουν για τον θίασο. Εγώ απλά δέχτηκα τις επιλογές τους και σε κάποιες περιπτώσεις, συναποφασίσαμε.
Η συγκεκριμένη παράσταση πιστεύεις ότι αποτελεί ένα προσωπικό στοίχημα για εσένα και τον πολυχώρο Χυτήριο;
Κάθε παράσταση, είναι ένα καινούργιο στοίχημα. Το κοινό, ο μόνος κριτής, αποφασίζει. Και εδώ, έχουμε να κάνουμε με μια παράσταση που ο κόσμος τη λατρεύει. Οι θεατές διασκεδάζουν, περνάνε δυο ώρες μακριά από προβλήματα, με ένα κλασσικό έργο Ελληνικής κωμωδίας και αυτό είναι που κάνει τον «Λευτεράκη» πετυχημένη παράσταση.
Κλείνοντας την συνέντευξη μας, Βάσια, θα ήθελα να μου πεις τα σχέδια σου για το μέλλον και εάν υπάρχει κάτι άλλο που ετοιμάζεις.
Για τον χειμώνα, ετοιμάζεται η θεατρική προσαρμογή του βιβλίου της Κατερίνας Μανανεδάκη «Τι τραβάμε κι εμείς οι μάνες» από τον Πάνο Αμαραντίδη. Το Χυτήριο θα έχει ένα πολύχρωμο, πολυσυλλεκτικό πρόγραμμα και την χειμερινή θεατρική περίοδο που έρχεται για μικρούς και μεγάλους!
Βάσια, σε ευχαριστώ πολύ!
Και εγώ !