Βόρεια Ελλάδα: Ο Γαλλικός ποταμός στέγνωσε, η λίμνη Δοϊράνη, εξαφανίστηκε
Οι δορυφόροι της NASA και του CΟPERNICUS αποτυπώνουνε την ξηρασία στην Βόρεια Ελλάδα
Βόρεια Ελλάδα: Δοϊράνη, Βιστωνίδα, Πικρολίμνη, Γαλλικός ποταμός, είναι μερικοί μόνο από τους υδάτινους όγκους που τον τελευταίο χρόνο «βλέπουν» τη στάθμη τους να υποχωρεί και το νερό να εξατμίζεται.
Η «Κ» συνομίλησε με επιστήμονες για τα αίτια και τις συνέπειες του φαινομένου
Ομοναδικός κάτοικος της Κερασιάς, ενός χωριού στα 600 μέτρα στο Παπίκιο Oρος, ο Σωτήρης Πουπουζής παρατηρεί από τη δεκαετία του ’80 τις αλλαγές που συντελούνται στο υδάτινο σώμα του παρακείμενου ποταμού ο οποίος καταλήγει στη λίμνη Βιστωνίδα.
«Κάποτε ακούγαμε δυνατή τη βοή του ποταμού Τραυού, η κύρια πηγή του οποίου βρίσκεται στο χωριό μου. Τώρα ο ποταμός σχεδόν στέγνωσε και σώπασε. Η στάθμη του από ένα μέτρο που ήταν, έπεσε στα 8 με 10 εκατοστά» λέει στην «Κ» ο συνταξιούχος δικηγόρος, παρατηρώντας ότι άρχισε να μειώνεται η στάθμη του με μεγάλη ταχύτητα, πέρυσι την άνοιξη.
Στην πραγματικότητα, ο Τραυός είναι ένα μόνο από τα πολλά υδάτινα σώματα της Βόρειας Ελλάδας τα οποία εκπέμπουν SOS λόγω των μειωμένων τιμών υετού (βροχοπτώσεις), των αυξημένων θερμοκρασιών και της μειωμένης συσσώρευσης και τήξης χιονιού κατά τους ανοιξιάτικους μήνες.
«Τον Μάρτιο είχαμε κάποιες λίγες βροχούλες, αλλά δεν ήταν ικανές να ανεβάσουν τα αρτεσιανά και να τροφοδοτήσουν το ποτάμι. Φέτος δεν είδαμε ούτε καν χιόνι στο χωριό μου» περιγράφει προβληματισμένος ο κ. Πουπουζής. «Ακόμα και στην κορυφή του Παπίκιου στα 1.460 μέτρα η χιονοκάλυψη δεν ξεπέρασε τα 10 εκατοστά, ενώ λόγω υψηλής θερμοκρασίας το χιόνι έλιωσε αμέσως»
Τα υδατικά σώματα της Κεντρικής Μακεδονίας βρίσκονται σε σημαντική κρίση τα τελευταία 2 χρόνια.
Επικαλούμενος τα μετεωρολογικά δεδομένα της ΕΜΥ για τις αποκλίσεις των βροχοπτώσεων και της θερμοκρασίας στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια και βασιζόμενος στις παρατηρήσεις παροχής ποταμών και στάθμης λιμνών, ο Αθανάσιος Λούκας, καθηγητής Τεχνικής Υδρολογίας – Διαχείρισης και Αξιοποίησης Υδατικών Πόρων στο Τμήμα Αγρονόμων και Τοπογράφων Μηχανικών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ξεκαθαρίζει πως «τα υδατικά σώματα της Κεντρικής Μακεδονίας βρίσκονται σε σημαντική κρίση τα τελευταία 2 με 2,5 έτη».
«Αν ορίσουμε επίπεδα επικινδυνότητας (κόκκινο για την υψηλή επικινδυνότητα, πορτοκαλί για τη σημαντική επικινδυνότητα και κίτρινο για μέση-χαμηλή επικινδυνότητα/επίπεδο επιφυλακής), τότε μπορούμε να διακρίνουμε, τουλάχιστον εμπειρικά, την κατάσταση επικινδυνότητας στα υδάτινα σώματα της Βόρειας Ελλάδας» περιγράφει ο καθηγητής. «Για παράδειγμα, η λίμνη Δοϊράνη και άλλες μικρότερες λίμνες βρίσκονται στο κόκκινο. Στο πορτοκαλί βρίσκεται ο ποταμός Στρυμώνας και ο ταμιευτήρας της λίμνης Κερκίνης. Επίσης, προβλήματα αντιμετωπίζουν οι λίμνες Πρέσπες (πορτοκαλί) και, ενδεχομένως, θα αντιμετωπίσουν προβλήματα ο ποταμός Νέστος (και οι δύο σημαντικοί ταμιευτήρες Θησαυρού και Πλατανόβρυσης) και η λίμνη Βιστωνίδα (πορτοκαλί-κίτρινο). Είναι πιθανόν, αργότερα φέτος να αντιμετωπίσει πρόβλημα και ο ποταμός Εβρος (κίτρινο), αν και δεν φαίνεται με τα μέχρι σήμερα στοιχεία να υπάρχει πρόβλημα».
Ξηρασία ορατή από τους δορυφόρους της NASA
Η Αλεξάνδρα Γκεμιτζή, καθηγήτρια στο τμήμα Μηχανικών Περιβαλλοντολόγων στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης και επικεφαλής ενός Παρατηρητηρίου ξηρασίας στον νομό Ροδόπης, ξεκαθαρίζει πως η ξηρασία είναι ένα φαινόμενο που δεν εκδηλώνεται με τον άμεσο τρόπο των πλημμυρών και των πυρκαγιών. Αποτελεί ωστόσο έναν ύπουλο εχθρό που γίνεται αντιληπτός μόνο όταν πλέον έχει προκαλέσει σημαντικές και συχνά δύσκολα αντιμετωπίσιμες επιπτώσεις.
Δυστυχώς στη χώρα μας δεν υπάρχει κάποια συντονισμένη προσπάθεια παρατήρησης του ανησυχητικού αυτού φαινομένου και η παρακολούθηση επαφίεται σε λίγους επιστήμονες που από ερευνητικό ενδιαφέρον ασχολούνται με το συγκεκριμένο θέμα.
Ενώ, όπως υπογραμμίζει, οι σύγχρονες τεχνολογικές πρόοδοι και οι δορυφορικές παρατηρήσεις επιτρέπουν πλέον στους επιστήμονες να έχουν μια καλύτερη γνώση για τη ξηρασία, «δυστυχώς στη χώρα μας δεν υπάρχει κάποια συντονισμένη προσπάθεια παρατήρησης του ανησυχητικού αυτού φαινομένου και η παρακολούθηση επαφίεται σε λίγους επιστήμονες που από ερευνητικό ενδιαφέρον ασχολούνται με το συγκεκριμένο θέμα».
Διαβάστε όλο το άρθρο στην «Κ»